πρόκα: Difference between revisions
ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πρόκᾰ:''' ([[πρό]]), Ιων. επίρρ., [[ευθύς]], [[αμέσως]], [[ξαφνικά]], σε Ηρόδ.· [[πρόκατε]] ή [[πρόκατε]]. | |lsmtext='''πρόκᾰ:''' ([[πρό]]), Ιων. επίρρ., [[ευθύς]], [[αμέσως]], [[ξαφνικά]], σε Ηρόδ.· [[πρόκατε]] ή [[πρόκατε]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πρόκᾰ:''' adv.<br /><b class="num">1)</b> тотчас (же): καὶ π. τε (или [[πρόκατε]]) [[πυνθάνομαι]] Her. я тотчас же узнал;<br /><b class="num">2)</b> вдруг, внезапно (καὶ π. τε φρίκης αὐτὸν ὑπελθούσης Her.). | |||
}} | }} |
Revision as of 11:12, 31 December 2018
English (LSJ)
Ion. Adv.
A forthwith, straightway, Hp. ap. Gal.19.132, A.R. 1.688; in Hdt. πρόκα τε or πρόκατε, 1.111, 6.134, 8.65, 135; so also in Call. in PSI19.1092.52.
German (Pape)
[Seite 726] ion. adv., sofort, sogleich, plötzlich, Her. 1, 111. 6, 134. 8, 65. 135; Ap. Rh.; scheint unmittelbar von πρό abgeleitet, wie das niederdeutsche forts, Lob. Phryn. p. 51.
Greek (Liddell-Scott)
πρόκᾰ: Ἰωνικ. ἐπίρρ. εὐθύς, παραχρῆμα, ἐξαίφνης, πρόκα τελλομένου ἔτεος στάχυν ἀμήσονται Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 688· παρ’ Ἡροδ. πρόκα τε ἢ πρόκατε 1. 111., 6. 134., 8. 65. 135. (Πιθαν. ἐκτεταμένος τύπος τῆς προθ. πρό, αὐτίκα, ἡνίκα, καὶ ἰδὲ Λοβέκ. εἰς Φρύν. 51).
French (Bailly abrégé)
ou πρόκατε;
adv.
tout à coup, subitement.
Étymologie: DELG πρό, -κα ; cf. lat. reci-procus.
Greek Monolingual
(I)
και πρόκατε Α
(ιων. επίρρ.) ευθύς, αμέσως.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. παράγεται από την πρόθεση πρό με επίθημα -κα, που δεν συνδέεται όμως με το χρονικό μόριο τών αὐτίκα, τηνίκα, τόκα, αλλά με το επίθημα του σλαβ. prokŭ «υπολειπόμενος» και του λατ. συνθ. reci-procus «αυτός που βαδίζει πίσω». Ο τ. πρόκατε < πρόκα + τε (πρβλ. αὖτε, ἔπειτε)].———————— (II)
και πρόκκα, η, Ν
μικρό ξύλινο ή μεταλλικό καρφί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βενετ. broca].
Greek Monotonic
πρόκᾰ: (πρό), Ιων. επίρρ., ευθύς, αμέσως, ξαφνικά, σε Ηρόδ.· πρόκατε ή πρόκατε.
Russian (Dvoretsky)
πρόκᾰ: adv.
1) тотчас (же): καὶ π. τε (или πρόκατε) πυνθάνομαι Her. я тотчас же узнал;
2) вдруг, внезапно (καὶ π. τε φρίκης αὐτὸν ὑπελθούσης Her.).