Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σανίδωμα: Difference between revisions

From LSJ

Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous

Euripides, Melanippe Captiva, Fragment 6.11
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σᾰνίδωμα:''' -ατος, τό, ξύλινο [[πάτωμα]], [[πλαίσιο]] από [[ξύλο]], διαξύλωση, [[σκελετός]], [[καλούπωμα]], σε Στράβ.
|lsmtext='''σᾰνίδωμα:''' -ατος, τό, ξύλινο [[πάτωμα]], [[πλαίσιο]] από [[ξύλο]], διαξύλωση, [[σκελετός]], [[καλούπωμα]], σε Στράβ.
}}
{{elru
|elrutext='''σᾰνίδωμα:''' ατος (ῐ) τό опалубка, настил Polyb.
}}
}}

Revision as of 12:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σᾰνίδωμα Medium diacritics: σανίδωμα Low diacritics: σανίδωμα Capitals: ΣΑΝΙΔΩΜΑ
Transliteration A: sanídōma Transliteration B: sanidōma Transliteration C: sanidoma Beta Code: sani/dwma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A planking, framework, Ath.Mech.17.14, Plb.1.22.6, 6.23.3, LXX 3 Ma.4.10; τῶν μακρῶν πλοίων Thphr.HP 5.7.5 (pl.); of a gateway, Hld.9.3; sloping table, Agatharch. 27.

German (Pape)

[Seite 861] τό, eine Decke, Lage von Brettern, bes. das Schiffsverdeck; nach Pol. 6, 23, 3 besteht der römische Schild ἐκ διπλοῦ σανιδώματος.

Greek (Liddell-Scott)

σᾰνίδωμα: τό, (σανιδόω) πάτωμα ἐκ σανίδων, Πολύβ. 1. 22, 6., 6. 23· τὸ κατάστρωμα πλοίου, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 7, 5.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
plancher.
Étymologie: σανιδόω.

Greek Monolingual

το, ΝΑ σανιδῶ
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σανιδώνω, η επίστρωση, η επικάλυψη με σανίδες, σανίδωση
2. συνεκδ. α) πάτωμα από σανίδες
β) οι σανίδες που χρησιμοποιούνται για την επίστρωση πατώματος
αρχ.
1. (ιδίως) το κατάστρωμα πλοίου («τῶν μακρῶν πλοίων σανιδώματα», Θεόφρ.)
2. συνεκδ. επικλινές τραπέζι κατασκευασμένο από σανίδες.

Greek Monotonic

σᾰνίδωμα: -ατος, τό, ξύλινο πάτωμα, πλαίσιο από ξύλο, διαξύλωση, σκελετός, καλούπωμα, σε Στράβ.

Russian (Dvoretsky)

σᾰνίδωμα: ατος (ῐ) τό опалубка, настил Polyb.