σαμβυκιστής: Difference between revisions
Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
(6) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σαμβῡκιστής:''' -οῦ, ὁ, [[μουσικός]], οργανοπαίχτης που παίζει το όργανο [[σαμβύκη]]· θηλ. σαμβῡκίστρια, σε Πλούτ. | |lsmtext='''σαμβῡκιστής:''' -οῦ, ὁ, [[μουσικός]], οργανοπαίχτης που παίζει το όργανο [[σαμβύκη]]· θηλ. σαμβῡκίστρια, σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=σαμβῡκιστής, οῦ, ὁ,<br />a [[player]] on the [[sambuca]]:—fem. σαμβῡκίστρια, Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:55, 10 January 2019
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A player on the σαμβύκη, Euph. ap. Ath.4.182e:— fem. σαμβυκ-ίστρια, Philem.44.5, Plu.Cleom.35, Ant.9.
German (Pape)
[Seite 860] ὁ, ein die Sambyke Spielender, Ath. IV, 182 e.
Greek (Liddell-Scott)
σαμβῡκιστής: -οῦ, ὁ, ὁ παίζων τὴν σαμβύκην, Εὔφορ. 31· - θηλ. σαμβῡκίστρια, Φιλήμων ἐν «Μοιχῷ» 1. 5, Πλουτ. Κλεομ. 35, Ἀντών. 9.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
joueur de sambuque.
Étymologie: σαμβύκη.
Greek Monolingual
ο, θηλ. σαμβυκίστρια, ΝΑ
(στην αρχαία Ελλάδα) άτομο που έπαιζε την σαμβύκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σαμβύκη + κατάλ. -ιστής (< ρ. σε -ίζω)].
Greek Monotonic
σαμβῡκιστής: -οῦ, ὁ, μουσικός, οργανοπαίχτης που παίζει το όργανο σαμβύκη· θηλ. σαμβῡκίστρια, σε Πλούτ.
Middle Liddell
σαμβῡκιστής, οῦ, ὁ,
a player on the sambuca:—fem. σαμβῡκίστρια, Plut.