σκυδμαίνω: Difference between revisions
οὕτω γὰρ συμβαίνει ἅμα καὶ ἡ τῶνδε εὐγένεια κοσμουμένη → for by so doing we shall also celebrate therewith the noble birth of these heroes
(6) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σκυδμαίνω:''' μόνο στον ενεστ., είμαι θυμωμένος, οργίζομαι, <i>τινί</i>, με κάποιον, σε Ομήρ. Ιλ. (Επικ. απαρ. <i>σκυδμαινέμεν</i>). | |lsmtext='''σκυδμαίνω:''' μόνο στον ενεστ., είμαι θυμωμένος, οργίζομαι, <i>τινί</i>, με κάποιον, σε Ομήρ. Ιλ. (Επικ. απαρ. <i>σκυδμαινέμεν</i>). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σκυδμαίνω:''' (только эп. inf. σκυδμαινέμεν) гневаться, сердиться (τινί Hom.). | |||
}} | }} |
Revision as of 03:48, 1 January 2019
English (LSJ)
=
A σκύζομαι, μή μοι, Πάτροκλε, σκυδμαινέμεν Il.24.592.
German (Pape)
[Seite 906] = σκύζομαι, Einem zürnen, τινί, μή μοι – σκυδμαινέμεν, Il. 24, 592.
Greek (Liddell-Scott)
σκυδμαίνω: σκύζομαι, μή μοι, Πάτροκλε, σκυδμαινέμεν Ἰλ. Ω. 592.-- Καθ’ Ἡσύχ.: «σκυθρωπάζειν, νεμεσᾶν, ὀργίζεσθαι».
French (Bailly abrégé)
seul. inf. prés. épq. σκυδμαινέμεν;
s’irriter, être irrité contre, τινι.
Étymologie: σκύζομαι, μαίνω.
English (Autenrieth)
inf. -έμεν = σκύζομαι, Il. 24.592†.
Greek Monolingual
Α
οργίζομαι εναντίον κάποιου, σκύζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του σκύζομαι (< σκυδ-jομαι), κατ' αναλογία προς τα ερίζω: εριδμαίνω (πρβλ. και το ανθρωπωνύμιο Σκύδ-ρος)].
Greek Monotonic
σκυδμαίνω: μόνο στον ενεστ., είμαι θυμωμένος, οργίζομαι, τινί, με κάποιον, σε Ομήρ. Ιλ. (Επικ. απαρ. σκυδμαινέμεν).
Russian (Dvoretsky)
σκυδμαίνω: (только эп. inf. σκυδμαινέμεν) гневаться, сердиться (τινί Hom.).