σησάμινος: Difference between revisions
νᾶφε καὶ μέμνασο ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)
(6) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σησάμῐνος:''' [ᾰ], -η, -ον, παρασκευαμένος από [[σουσάμι]], [[σουσαμένιος]], σε Ξεν. | |lsmtext='''σησάμῐνος:''' [ᾰ], -η, -ον, παρασκευαμένος από [[σουσάμι]], [[σουσαμένιος]], σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σησάμῐνος:''' (ᾰ) кунжутный, сезамовый ([[χρῖσμα]] Xen.). | |||
}} | }} |
Revision as of 03:31, 1 January 2019
English (LSJ)
η, ον,
A made of sesame, σ. ἔλαιον sesame-oil, PRev.Laws 40.10 (iii B.C.), PPetr.3p.218 (iii B.C.), Str.16.4.26, Dsc.1.34; δοκοί Peripl.M.Rubr.36; σ. χρῖμα X.An.4.4.13 (σ. ξύλα is prob. f.l. for συκάμινα in Dsc.1.98).
German (Pape)
[Seite 876] von Sesam gemacht; ἔλαιον, Sesamöl, Strab. u. Sp.; auch χρῖσμα, Xen. An. 4, 4, 13.
Greek (Liddell-Scott)
σησάμῐνος: [ᾰ], -η, -ον, ὁ ἐκ σησάμου λαμβανόμενος ἢ πεποιημένος, σ. ἔλαιον, τὸ «σησαμόλᾳδο», Διοσκ. 1. 41, Στράβ. 742· σ. χρῖσμα Ξεν. Ἀν. 4. 4, 13.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
préparé avec du sésame.
Étymologie: σήσαμον.
Spanish
Greek Monolingual
-ίνη, -ον, Α
1. αυτός που παράγεται ή προέρχεται από σουσάμι («εὔκαρπος ἡ πολλὴ πλὴν ἐλαίου, χρῶνται δὲ σησαμίνῳ», Στράβ.)
2. φρ. «σησάμινον ἔλαιον» ή «σησάμινον χρῑσμα» — σησαμέλαιο, σουσαμόλαδο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σήσαμον «σουσάμι» + κατάλ. -ινος (πρβλ. πύρ-ινος)].
Greek Monotonic
σησάμῐνος: [ᾰ], -η, -ον, παρασκευαμένος από σουσάμι, σουσαμένιος, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
σησάμῐνος: (ᾰ) кунжутный, сезамовый (χρῖσμα Xen.).