συκομορέα: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σῡκομορέα:''' ή -αία, ἡ, = [[συκόμορος]], σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''σῡκομορέα:''' ή -αία, ἡ, = [[συκόμορος]], σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σῡκομορέα:''' v. l. σῡκομωρέα ἡ NT = [[συκάμινος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:20, 31 December 2018
English (LSJ)
or σῡκομορ-αία, ἡ,= συκόμορος, Ev.Luc.19.4.
Greek (Liddell-Scott)
σῡκομορέα: ἢ -αία, ἡ, = συκόμορος, Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιθ΄, 4. ― Ὁ Κόντος ὅμως (Φιλολογικὰ Σύμμικτα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Γ΄, σ. 573-4) ψέγει τὸν τύπον συκομοραία ὡς πλημμελῆ.
English (Thayer)
(Lachmann συκομωρεα ( st bez συκομωραία, cf. Tdf. s note on Luke as below; WH's Appendix, pp. I52,151)), συκομορεας, ἡ (from σῦκον and μορεα the mulberry tree), equivalent to συκάμινος (but see the word, and references), a sycomore-tree: Geoponica 10,3,7.)
Greek Monolingual
ἡ, Α
βλ. συκομουριά.
Greek Monolingual
ἡ, Α
βλ. συκομουριά.
Greek Monotonic
σῡκομορέα: ή -αία, ἡ, = συκόμορος, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
σῡκομορέα: v. l. σῡκομωρέα ἡ NT = συκάμινος.