σύνοψις: Difference between revisions
ἡ κέρκος τῇ ἀλώπεκι μαρτυρεῖ → you can tell a fox by its tail, small traits give the clue to the character of a person
(6) |
(4b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σύνοψις:''' -εως, ἡ, γενική [[θεώρηση]], [[επισκόπηση]] που γίνεται [[είτε]] με τα μάτια [[είτε]] με τη [[διάνοια]], σε Πλάτ. | |lsmtext='''σύνοψις:''' -εως, ἡ, γενική [[θεώρηση]], [[επισκόπηση]] που γίνεται [[είτε]] με τα μάτια [[είτε]] με τη [[διάνοια]], σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σύνοψις:''' εως ἡ<b class="num">1)</b> общий обзор, общая видимость: [[τόπος]] ἐπιτηδειότατος εἰς σύνοψιν Polyb. весьма удобный наблюдательный пункт;<br /><b class="num">2)</b> общий взгляд, общее обозрение (τῶν νόμων Plat.): ὑπὸ μίαν σύνοψιν [[ἀγαγεῖν]] Polyb. свести в один очерк, составить сводку;<br /><b class="num">3)</b> оглавление, перечень (τῶν ἀποτελεσμάτων Polyb.). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:44, 31 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A a seeing all together, general view, whether with the eyes or mind, ἡ σ. τῶν νόμων Pl.Lg.858c; συνακτέον εἰς σ. one must bring under one view, Id.R.537c; ὑπὸ μίαν σ. ἀγαγεῖν Plb.1.4.1; εἰς σ. ἀγαγεῖν Gal.6.77; τόπος ἐπιτηδειότατος εἰς σ. Plb.6.27.1; ἐν σ. ἀλλήλων in sight of one another, Id.38.18.6; ἐς σ. ἐλθεῖν (sc. ἀλλήλων) D.S.24.1; πεσεῖν εἰς σ. λογισμοῦ D.H.Th.6. 2 epitome, Plu.2.1057c tit.; recapitulation, Herm.in Phdr.p.158A. 3 estimate, ἡ λεγομένη κατὰ σύνοψιν ἀπαίτησις the collection of taxes according to the estimate, OGI 669.55, cf. 58 (Egypt, i A.D.), Sammelb.5230.50 (i A.D.), PRyl.221.24 (iii A.D.) ; τὴν σ. τῶν δεομένων τόπων ζωγραφίας τοῦ . . βαλανίου POxy.896.6 (iv A.D.), cf. 1450.12 (iii A.D.); ὁ τὴν σ. εἰληφώς the official who accepted the tender, ib.1117.7 (ii A.D.); = aestimatum, opinio, taxatio, Gloss. 4 expense, ἄνευ δημοσίας σ. Sammelb.7475.14 (vi/vii A.D.).
Greek (Liddell-Scott)
σύνοψις: ἡ, ἡ διὰ μιᾶς πολλῶν πραγμάτων ἐπισκόπησις ἢ περιληπτικὴ ἐπισκόπησις εἴτε διὰ τῶν ὀφθαλμῶν γινομένη εἴτε διὰ τῆς διανοίας, ἡ σ. τῶν νόμων Πλάτ. Νόμ. 858C· συνακτέον εἰς σ., πρέπει τις συναγάγῃ ὑπὸ μίαν ἔποψιν, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 537C· ὑπὸ μίαν σ. ἀγαγεῖν Πολύβ. 1. 4, 1· τόπος ἐπιτηδειότατος εἰς σ. ὁ αὐτ. 6. 27, 1· ἐν σ. ἀλλήλων, εἰς ὄψιν ἀλλήλων, ὁ αὐτ. 40. 5, 6· ἐς σ. ἐλθεῖν (ἐξυπακ. ἀλλήλων) Διοδ. Ἐκλογ. 508. 28· πεσεῖν εἰς σ. λογισμοῦ Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 6. 2) πίναξ τῶν περιεχομένων, περίληψις, Πλούτ. 2. 1057D· κατὰ σύνοψιν παραγράφεσθαι Συλλ. Ἐπιγρ. 4957. 58. 3) συνοπτικὴ πραγματεία, ἐπιτομή, Εὐσ. ἐν Βίῳ Κωνστ. 3. 35.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
vue d’ensemble, coup d’œil général.
Étymologie: συνόψομαι.
Greek Monotonic
σύνοψις: -εως, ἡ, γενική θεώρηση, επισκόπηση που γίνεται είτε με τα μάτια είτε με τη διάνοια, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
σύνοψις: εως ἡ1) общий обзор, общая видимость: τόπος ἐπιτηδειότατος εἰς σύνοψιν Polyb. весьма удобный наблюдательный пункт;
2) общий взгляд, общее обозрение (τῶν νόμων Plat.): ὑπὸ μίαν σύνοψιν ἀγαγεῖν Polyb. свести в один очерк, составить сводку;
3) оглавление, перечень (τῶν ἀποτελεσμάτων Polyb.).