συνοικουρός: Difference between revisions
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
(6) |
(1b) |
||
Line 10: | Line 10: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συνοικουρός:''' -όν, αυτός που ζει στο ίδιο [[σπίτι]] μαζί με κάποιον· με γεν., [[σύνοικος]] κακῶν, αυτός που συνδέεται, με συμφορές, [[σύντροφος]] της δυστυχίας, σε Ευρ. | |lsmtext='''συνοικουρός:''' -όν, αυτός που ζει στο ίδιο [[σπίτι]] μαζί με κάποιον· με γεν., [[σύνοικος]] κακῶν, αυτός που συνδέεται, με συμφορές, [[σύντροφος]] της δυστυχίας, σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=συν-οικουρός, όν<br />[[living]] at [[home]] [[together]]: c. gen., ς. κακῶν a [[partner]] in [[mischief]], Eur. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:35, 10 January 2019
Greek (Liddell-Scott)
συνοικουρός: -όν, ὁ συνοικουρῶν μετά τινος, ὅστις γυναικῶν λυμεῶνας ἥδεται ξένους κομίζων καὶ ξυνοικουροὺς κακῶν, «κακῶν συγκομιστὰς» (Δούκας), Εὐρ. Ἱππ. 1069· ― ἐκφέρεται καὶ προπαροξυτόνως: συνοίκουρος.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui garde la maison avec, qui vit avec, gén..
Étymologie: σύν, οἰκουρός.
Greek Monolingual
-όν, και συνοίκουρος, -ον Α
1. αυτός που μένει στο σπίτι μαζί με κάποιον
2. φρ. «συνοικουρὸς κακῶν» — σύντροφος σε αταξία, σε ζημιά (Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + οἴκουρος «αυτός που μένει σπίτι»].
Greek Monotonic
συνοικουρός: -όν, αυτός που ζει στο ίδιο σπίτι μαζί με κάποιον· με γεν., σύνοικος κακῶν, αυτός που συνδέεται, με συμφορές, σύντροφος της δυστυχίας, σε Ευρ.
Middle Liddell
συν-οικουρός, όν
living at home together: c. gen., ς. κακῶν a partner in mischief, Eur.