συνεπικουρέω: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
(6)
(4b)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συνεπικουρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[προσέρχομαι]] ως [[σύμμαχος]] ή [[αρωγός]], [[βοηθώ]], [[ανακουφίζω]], σε Ξεν.
|lsmtext='''συνεπικουρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[προσέρχομαι]] ως [[σύμμαχος]] ή [[αρωγός]], [[βοηθώ]], [[ανακουφίζω]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''συνεπικουρέω:''' вместе или одновременно оказывать помощь, помогать (τινι Xen., Sext.): σ. ταῖς ἀπορίαις τινός Xen. помогать кому-л. в нужде.
}}
}}

Revision as of 07:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεπικουρέω Medium diacritics: συνεπικουρέω Low diacritics: συνεπικουρέω Capitals: ΣΥΝΕΠΙΚΟΥΡΕΩ
Transliteration A: synepikouréō Transliteration B: synepikoureō Transliteration C: synepikoureo Beta Code: sunepikoure/w

English (LSJ)

   A help to succour, X.Hier.3.2; ταῖς ἀπορίαις τινός Id.Cyr.1.6.24; Astrol., join as ally, τῷ ἡλίῳ S.E.M.5.32.

Greek (Liddell-Scott)

συνεπικουρέω: ἀπὸ κοινοῦ ἐπικουρῶ, ὡς ἐπίκουρος προσέρχομαι, βοηθῶ, ἀνακουφίζω, Ξεν. Ἱέρ. 3. 2· τινι Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 5. 32· ταῖς ἀπορίαις τινὸς Ξεν. Κύρ. 1. 6, 24.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
venir ensemble ou en même temps au secours de, τινι.
Étymologie: σύν, ἐπικουρέω.

Greek Monotonic

συνεπικουρέω: μέλ. -ήσω, προσέρχομαι ως σύμμαχος ή αρωγός, βοηθώ, ανακουφίζω, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

συνεπικουρέω: вместе или одновременно оказывать помощь, помогать (τινι Xen., Sext.): σ. ταῖς ἀπορίαις τινός Xen. помогать кому-л. в нужде.