Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σφετερισμός: Difference between revisions

From LSJ

L'amor che move il sole e l'altre stelleLove that moves the sun and the other stars

Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σφετερισμός:''' ὁ, [[ιδιοποίηση]], [[οικειοποίηση]], [[υπεξαίρεση]], [[αντιποίηση]]· ἐπὶσφετερισμῷ [[ἑαυτοῦ]], [[οικειοποίηση]] για προσωπική [[χρήση]] και [[ίδιον]] όφελος, σε Αριστ.
|lsmtext='''σφετερισμός:''' ὁ, [[ιδιοποίηση]], [[οικειοποίηση]], [[υπεξαίρεση]], [[αντιποίηση]]· ἐπὶσφετερισμῷ [[ἑαυτοῦ]], [[οικειοποίηση]] για προσωπική [[χρήση]] και [[ίδιον]] όφελος, σε Αριστ.
}}
{{elru
|elrutext='''σφετερισμός:''' ὁ присвоение, завладение, захват Arst.
}}
}}

Revision as of 08:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφετερισμός Medium diacritics: σφετερισμός Low diacritics: σφετερισμός Capitals: ΣΦΕΤΕΡΙΣΜΟΣ
Transliteration A: spheterismós Transliteration B: spheterismos Transliteration C: sfeterismos Beta Code: sfeterismo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A appropriation, ἐπὶ σφετερισμῷ ἑαυτοῦ for one's own use and advantage, Arist.Rh.1374a16.

Greek (Liddell-Scott)

σφετερισμός: ὁ, τὸ σφετερίζεσθαι, ἰδιοποιεῖσθαι, ἐπὶ σφετερισμῷ ἑαυτοῦ, πρὸς ἰδίαν χρῆσιν καὶ ὠφέλειαν, Ἀριστ. Ρητορ. 1. 13, 10.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
action de s’approprier.
Étymologie: σφετερίζω.

Greek Monolingual

ὁ, ΝΜΑ σφετερίζομαι
παράνομη οικειοποίηση ξένου πράγματος.

Greek Monotonic

σφετερισμός: ὁ, ιδιοποίηση, οικειοποίηση, υπεξαίρεση, αντιποίηση· ἐπὶσφετερισμῷ ἑαυτοῦ, οικειοποίηση για προσωπική χρήση και ίδιον όφελος, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

σφετερισμός: ὁ присвоение, завладение, захват Arst.