τρυγηφόρος: Difference between revisions

From LSJ

ἔστιν δέ που ἡ μὲν ἐπὶ σώμασι γυμναστική, ἡ δ' ἐπὶ ψυχῇ μουσική → I think I am right in saying that we have physical exercise for the body and the arts for the soul

Source
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τρῠγηφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που φέρει καρπούς, [[ιδίως]] σταφύλια, σε Ομηρ. Ύμν.
|lsmtext='''τρῠγηφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που φέρει καρπούς, [[ιδίως]] σταφύλια, σε Ομηρ. Ύμν.
}}
{{elru
|elrutext='''τρῠγηφόρος:''' приносящий плоды или урожайный ([[αἶα]] HH).
}}
}}

Revision as of 06:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῠγηφόρος Medium diacritics: τρυγηφόρος Low diacritics: τρυγηφόρος Capitals: ΤΡΥΓΗΦΟΡΟΣ
Transliteration A: trygēphóros Transliteration B: trygēphoros Transliteration C: trygiforos Beta Code: trughfo/ros

English (LSJ)

ον,

   A bearing corn or grapes, h.Ap. 529.

Greek (Liddell-Scott)

τρῠγηφόρος: -ον, ὁ φέρων καρπούς, ἰδίως σταφυλάς, καρποφόρος, οἰνοφόρος, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 529.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui produit des récoltes, du vin.
Étymologie: τρύγη, φέρω.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που παράγει δημητριακά και φρούτα, κυρίως σταφύλια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρύγη + -φόρος (< φέρω)].

Greek Monotonic

τρῠγηφόρος: -ον (φέρω), αυτός που φέρει καρπούς, ιδίως σταφύλια, σε Ομηρ. Ύμν.

Russian (Dvoretsky)

τρῠγηφόρος: приносящий плоды или урожайный (αἶα HH).