ὑπένδυμα: Difference between revisions

From LSJ

φλαύραν δ' οὐ σπάνις γυναῖκ' ἔχειν → it is not difficult to have a bad wife

Source
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπένδῠμα:''' -ατος, τό, εσωτερικό [[ρούχο]], [[ένδυμα]], [[εσώρουχο]], σε Ανθ.
|lsmtext='''ὑπένδῠμα:''' -ατος, τό, εσωτερικό [[ρούχο]], [[ένδυμα]], [[εσώρουχο]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπένδυμα:''' ατος τό нижняя одежда, белье ([[λεπτὸν]] ὑ. χιτῶνος Anth.).
}}
}}

Revision as of 07:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπένδῠμα Medium diacritics: ὑπένδυμα Low diacritics: υπένδυμα Capitals: ΥΠΕΝΔΥΜΑ
Transliteration A: hypéndyma Transliteration B: hypendyma Transliteration C: ypendyma Beta Code: u(pe/nduma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A undergarment, AP6.201 (Marc. Arg.), 292 (Hedyl.).

German (Pape)

[Seite 1187] τό, das Unterkleid; χιτῶνος M. Arg. 20 (VI, 201); Hedyl. 2 (App. 28).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπένδῠμα: τό, ἐσωτερικὸν ἔνδυμα, Ἀνθ. Παλατ. 6. 201.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
vêtement de dessous.
Étymologie: ὑπενδύομαι.

Greek Monolingual

-ύματος, τὸ, Α ὑπενδύω
εσωτερικό ένδυμα.

Greek Monotonic

ὑπένδῠμα: -ατος, τό, εσωτερικό ρούχο, ένδυμα, εσώρουχο, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπένδυμα: ατος τό нижняя одежда, белье (λεπτὸν ὑ. χιτῶνος Anth.).