ὑπόλιθος: Difference between revisions
From LSJ
Aeschylus, fr. 317
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑπόλῐθος:''' -ον, κάπως [[πετρώδης]], σε Λουκ. | |lsmtext='''ὑπόλῐθος:''' -ον, κάπως [[πετρώδης]], σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑπόλῐθος:''' несколько каменистый ([[γήδιον]] Luc.). | |||
}} | }} |
Revision as of 05:28, 1 January 2019
English (LSJ)
ον,
A stony, γῄδιον Luc.Tim.31, Abd.27.
German (Pape)
[Seite 1224] unten steinig, mit steinigem Boden; – etwas steinig: Sp., wie Luc. Tim. 31.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόλῐθος: -ον, ὀλίγον τι πετρώδης, Λουκ. Τίμ. 31, Ἀποκηρυττ. 27.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qqe peu pierreux, un peu rocailleux.
Étymologie: ὑπό, λίθος.
Greek Monolingual
-ον, Α
(για τόπο) ο κάπως πετρώδης ως προς τη σύσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -λιθος (< λίθος), πρβλ. κατά-λιθος].
Greek Monotonic
ὑπόλῐθος: -ον, κάπως πετρώδης, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπόλῐθος: несколько каменистый (γήδιον Luc.).