Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

φωνασκός: Difference between revisions

From LSJ

Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht

Menander, Monostichoi, 88
(6)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φωνασκός:''' ὁ ([[ἀσκέω]]), αυτός που εξασκεί τη [[φωνή]], [[δάσκαλος]] μουσικής, [[δάσκαλος]] απαγγελίας, Sueton. August.
|lsmtext='''φωνασκός:''' ὁ ([[ἀσκέω]]), αυτός που εξασκεί τη [[φωνή]], [[δάσκαλος]] μουσικής, [[δάσκαλος]] απαγγελίας, Sueton. August.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=φων-ασκός, οῦ, ὁ, [[ἀσκέω]]<br />one who exercises the [[voice]], a [[singing]]-[[master]], declaiming-[[master]], Sueton.
}}
}}

Revision as of 14:35, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φωνασκός Medium diacritics: φωνασκός Low diacritics: φωνασκός Capitals: ΦΩΝΑΣΚΟΣ
Transliteration A: phōnaskós Transliteration B: phōnaskos Transliteration C: fonaskos Beta Code: fwnasko/s

English (LSJ)

ὁ (also ἡ, Sor. 1.22, 2.7),

   A one who trains the voice, teacher of singing and declamation, IGRom.4.1432.22 (Smyrna), Arr.Epict.1.4.20, Vett.Val.7.28, Alex. Aphr.Pr.1.119; Lat.phonascus, Suet.Aug.84, Quint.Inst.11.3.19.

German (Pape)

[Seite 1322] ὁ, der seine eigene od. Anderer Stimme übt, Lehrmeister des Gesanges u. der Deklamation, Arrian. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

φωνασκός: ὁ, ὁ ἀσκῶν τὴν φωνήν, διδάσκαλος τῆς ᾠδικῆς ἢ τῆς ἀπαγγελίας, Συλλ. Ἐπιγρ. 3208, Ἀρριαν. Ἐπίκτ. 1. 4, 20· Λατ. phonascus, Sueton. August. 84, Quintil 11. 3, 19.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
maître de chant ou de déclamation litt. celui qui exerce la voix.
Étymologie: φωνή, ἀσκέω.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, και φωνασκός, ἡ, Α
νεοελλ.
αυτός που φωνασκεί, που μιλάει φωνάζοντας
μσν.-αρχ.
δάσκαλος της ωδικής και της απαγγελίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. του φωνασκῶ].

Greek Monotonic

φωνασκός: ὁ (ἀσκέω), αυτός που εξασκεί τη φωνή, δάσκαλος μουσικής, δάσκαλος απαγγελίας, Sueton. August.

Middle Liddell

φων-ασκός, οῦ, ὁ, ἀσκέω
one who exercises the voice, a singing-master, declaiming-master, Sueton.