χαλκοχίτων: Difference between revisions
εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin
(6) |
(4b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''χαλκοχίτων:''' [ῐ], -ωνος, ὁ, ἡ, αυτός που [[φορά]] χάλκινο χιτώνα, σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''χαλκοχίτων:''' [ῐ], -ωνος, ὁ, ἡ, αυτός που [[φορά]] χάλκινο χιτώνα, σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χαλκοχίτων:''' ωνος (ῐ) adj. одетый в медь, в медных доспехах ([[Τρῶες]], Κρῆτες Hom.). | |||
}} | }} |
Revision as of 05:56, 1 January 2019
English (LSJ)
[ῐ], ωνος, ὁ, ἡ,
A bronze-clad, Ἀχαιοί Il.1.371, 2.47, etc.; Τρῶες 5.180, al.; Βοιωτοί 15.330; Κρῆτες 13.255; Δαναοὶ πύκα χ. Epigr. ap. Aeschin.3.185.
German (Pape)
[Seite 1332] ωνος, in ehernem Rock, mit ehernem Panzer, Ἀχαιοί Il. 2, 47 u. öfter, Τρῶες 5, 180. 17, 485, Κρῆτες 13, 255, Βοιωτοί 16, 330.
Greek (Liddell-Scott)
χαλκοχίτων: [ῐ], ωνος, ὁ, ἡ, ὁ φορῶν χιτῶνα χάλκινον, φορῶν θώρακα χαλκοῦν, Ἀχαιοὶ Ἰλ. Α. 371, Β. 47, κλπ.˙ Τρῶες Ε. 180, κλπ.˙ Βοιωτοὶ Ο. 330˙ Κρῆτες Ν. 255˙ Δαναοὶ πύκα χ. Ἐπίγραμμα παρ’ Αἰσχίν. 80. 21.
French (Bailly abrégé)
ωνος (ὁ, ἡ)
à la cuirasse (litt. à la tunique) d’airain.
Étymologie: χαλκός, χιτών.
English (Autenrieth)
ωνος: brazen-clad.
Greek Monolingual
-ωνος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που φορεί χάλκινη στολή («Τρώων... χαλκοχιτώνων», Ομ. Ιλ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + -χίτων (< χιτών), πρβλ. σιδηρο-χίτων, χρυσο-χίτων].
Greek Monotonic
χαλκοχίτων: [ῐ], -ωνος, ὁ, ἡ, αυτός που φορά χάλκινο χιτώνα, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
χαλκοχίτων: ωνος (ῐ) adj. одетый в медь, в медных доспехах (Τρῶες, Κρῆτες Hom.).