ὠλεσίοικος: Difference between revisions

From LSJ

ἐν δὲ δικαιοσύνῃ συλλήβδην πᾶσ' ἀρετὴ ἔνι → in justice is all virtue found in sum, in justice is every virtue there is, in justice every virtue is brought together, justice contains in itself all the virtues

Source
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὠλεσίοικος:''' -ον, αυτός που καταστρέφει το [[σπίτι]] του, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ὠλεσίοικος:''' -ον, αυτός που καταστρέφει το [[σπίτι]] του, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὠλεσίοικος:''' несущий разрушение дому или роду (ἁ [[θεός]] = [[Ἐρινύς]] Aesch.).
}}
}}

Revision as of 06:24, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠλεσίοικος Medium diacritics: ὠλεσίοικος Low diacritics: ωλεσίοικος Capitals: ΩΛΕΣΙΟΙΚΟΣ
Transliteration A: ōlesíoikos Transliteration B: ōlesioikos Transliteration C: olesioikos Beta Code: w)lesi/oikos

English (LSJ)

ον,

   A destroying the house, τὰν ὠ. θεόν (sc. Ἐρινύν) A.Th.720 (lyr.); ἀνάστασιν ὠλεσίοικον Orph.Fr.285.26; ἁρπαγαὶ ὠ. ib.58; written ὀλεσ- in Lib. Decl.26.32 codd.    II squandering one's substance, Com.Adesp. 1200.

Greek (Liddell-Scott)

ὠλεσίοικος: -ον, ὁ τὸν οἶκον καταστρέφων, τὰν ὠλ. θεὸν (ἐξυπακ. Ἐρινὺν) Αἰσχύλ. Θήβ. 720· ― τοῦτο δὲ ἀναγνωστέον ἀντὶ ὀλεσ-, παρὰ Λιβαν. 4. 143, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 701. ΙΙ. ὁ διασκορπίζων τὴν ἑαυτοῦ περιουσίαν, οἰκοφθόρος, ἄσωτος, Α. Β. 318, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui perd les maisons, les familles;
2 qui ruine une maison par ses dépenses.
Étymologie: ὄλλυμι, οἶκος.

Greek Monolingual

και ὀλεσίοικος, -ον, ΜΑ
(ποιητ. τ.)
1. αυτός που καταστρέφει το σπίτι του, την οικογένειά του
2. αυτός που διασπαθίζει, που κατασπαταλά την περιουσία του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος (βλ. λ. τέρπω) < θ. ὀλεσι- του ὄλλυμι «καταστρέφω» (πρβλ. ἀπόλεσις, ὤλεσα) + οἶκος (πρβλ. σωσί-οικος). Ο μακρός φωνηεντισμός ω- του τ. ὠλεσί-οικος οφείλεται πιθ. σε διευθέτηση μετρικών αναγκών].

Greek Monotonic

ὠλεσίοικος: -ον, αυτός που καταστρέφει το σπίτι του, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ὠλεσίοικος: несущий разрушение дому или роду (ἁ θεός = Ἐρινύς Aesch.).