ψευδοκλητεία: Difference between revisions
τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ψευδοκλητεία:''' ή -ία, ἡ ([[κλητήρ]]), [[αγωγή]] [[εναντίον]] κάποιου, ο [[οποίος]] [[ψευδώς]] υπέγραψε το όνομά του σαν [[μάρτυρας]]· <i>γραφὴ ψευδοκλητείας</i>, [[αγωγή]] για τέτοιου είδους ψεύτικη [[υπογραφή]], σε Δημ. | |lsmtext='''ψευδοκλητεία:''' ή -ία, ἡ ([[κλητήρ]]), [[αγωγή]] [[εναντίον]] κάποιου, ο [[οποίος]] [[ψευδώς]] υπέγραψε το όνομά του σαν [[μάρτυρας]]· <i>γραφὴ ψευδοκλητείας</i>, [[αγωγή]] για τέτοιου είδους ψεύτικη [[υπογραφή]], σε Δημ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ψευδοκλητεία:''' ἡ ложное засвидетельствование судебного иска, письменное лжесвидетельство в пользу истца: γραφὴ ψευδοκλητείας Dem., Arst. привлечение к суду за лжесвидетельство. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:12, 1 January 2019
English (LSJ)
ἡ, (κλητεύω)
A the offence of falsely subscribing one's name as witness to a summons (κλητήρ) , γραφὴ ψευδοκλητείας a prosecution for such false subscription, D.53.17, Arist.Ath.59.3; βαδίζειν ἐπί τινα τῆς ψευδοκλητείας D.53.15; ψευδοκλητείας τρὶς ὀφλεῖν And. 1.74.—This is the form found in Arist. l.c. (Pap.), in the best codd. of D. and in Poll.8.40, 44; ψευδοκλητία is found in codd. of And. and as v. l. in D.; ψευδοκλησία in Harp. (with vv.ll. -κλητία, -κληστία, -κλησις), Suid.
German (Pape)
[Seite 1394] ἡ, falsche Vorladung vor Gericht, falsche Unterschrift eines Zeugen bei einer Klage; Andoc. 1, 44; Dem. 53, 15 γραφὴ ψευδοκλητείας, Klage wegen falscher Vorladung.
Greek (Liddell-Scott)
ψευδοκλητεία: ἡ, ἀρωγὴ κατά τινος ὅστις ψευδῶς ὑπέγραψε τὸ ἑαυτοῦ ὄνομα ὡς μάρτυρος ἔν τινι κλήσει, γραφὴ ψευδοκλητείας, κατηγορία ἢ ἀγωγὴ κατὰ τοιαύτης ὑπογραφῆς, Δημ. 1252. 6· κλητεύειν τινὰ τῆς ψευδοκλητείας αὐτόθι 1251. 21· ψευδοκλητείας τρὶς ὀφλεῖν Ἀνδοκ. 10. 22. - Ἡ γραφὴ αὕτη ὑπάρχει ἐν τοῖς ἀρίστοις τῶν Ἀντιγράφων τοῦ Δημ. καὶ παρὰ Πολυδ. Η΄, 40, 44· ψευδοκλητία φέρεται παρ’ Ἀνδοκ. καὶ ὡς διάφ. γραφ. παρὰ Δημ., ψευδοκλησία παρὰ Σουΐδ. - Καθ’ Ἁρποκρ.: «ψευδοκλητείας ὄνομα δίκης ἐστίν, ἣν εἰσίασιν οἱ ἐγγεγραμμένοι ὀφείλειν τῷ δημοσίῳ, ἐπειδὰν αἰτιῶνταί τινας ψευδῶς κατεσκευάσθαι κλητῆρας καθ’ ἑαυτῶν πρὸς δίκην ἀφ’ ἧς ὦφλον, ἔστι δὲ παρὰ τε ἄλλοις ῥήτορσι καὶ Ἰσαίῳ ἐν τῷ πρὸς Νικοκλέα περὶ χωρίου». - Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τομ. Α΄, σ. 439, 897.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
ψευδοκλητείας γραφή ou δίκη, action pour fausse assignation, càd contre celui qui déclare faussement avoir assigné qqn.
Étymologie: ψευδοκλητεύω.
Greek Monolingual
και ψευδοκλητία, ἡ, Α ψευδοκλητεύω
φρ. «ψευδοκλητείας γραφή»
(αττ. δίκ.) αγωγή την οποία είχε δικαίωμα να εγείρει ο εναγόμενος εναντίον του ενάγοντος και τών μαρτύρων του, τών κλητήρων, επειδή δεν έγινε καθόλου ή δεν έγινε κανονικά η κλήτευσή του για την ημέρα της δίκης.
Greek Monotonic
ψευδοκλητεία: ή -ία, ἡ (κλητήρ), αγωγή εναντίον κάποιου, ο οποίος ψευδώς υπέγραψε το όνομά του σαν μάρτυρας· γραφὴ ψευδοκλητείας, αγωγή για τέτοιου είδους ψεύτικη υπογραφή, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
ψευδοκλητεία: ἡ ложное засвидетельствование судебного иска, письменное лжесвидетельство в пользу истца: γραφὴ ψευδοκλητείας Dem., Arst. привлечение к суду за лжесвидетельство.