ὀστέϊνος: Difference between revisions
Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art
(3b) |
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὀστέϊνος:''' <b class="num">1)</b> костяной (φυσητῆρες Her.);<br /><b class="num">2)</b> костный (ὀδόντες Arst.): ἡ ὀστεΐνη [[φύσις]] Plat. костное вещество. | |elrutext='''ὀστέϊνος:'''<br /><b class="num">1)</b> костяной (φυσητῆρες Her.);<br /><b class="num">2)</b> костный (ὀδόντες Arst.): ἡ ὀστεΐνη [[φύσις]] Plat. костное вещество. | ||
}} | }} |
Revision as of 17:35, 10 January 2019
English (LSJ)
η, ον,
A made of bone, of bone, Hdt.4.2, Pl.Ti.74a, Arist. HA493a2; cf. ὄστινος, ὀστόϊνος.
German (Pape)
[Seite 398] knöchern, von Knochen; φυσητῆρες, Her. 4, 2; Plat. Tim. 74 a u. öfter; Arist. H. A. 1, 9; obwohl nach den Atticisten ὄστινος die eigtl. att. Form sein soll.
Greek (Liddell-Scott)
ὀστέϊνος: -η, -ον, ὁ ἐξ ὀστῶν πεποιημένος, Ἡρόδ. 4. 2, Πλάτ. Τίμ. 74Α, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 11, 12· ἀλλ’ ἐν π. Ζ. Μορ., 4. 12, 4 τὰ Ἀντίγραφα ἔχουσιν ὄστινον. - τὸ δεύτερον λέγεται ὅτι εἶναι ὁ Ἀττ. τύπος (Πολυδ. Β΄, 232, Φώτ.), καὶ διὰ τοῦτο ὁ Λοβ. (Φρύνιχ. 262) θέλει νὰ ἀποκαταστήσῃ αὐτὸ εἰς τὸν Πλάτ. - ἴδε Κόντου Φιλολ. Σύμμικτα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Δ΄, σ. 315.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
d’os, fait d’os.
Étymologie: ὀστέον.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ὀστέϊνος, -ΐνη, -ον) [[οστέον / οστούν]]
κατασκευασμένος από οστά, κοκάλινος, κοκαλένιος
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. η οστεΐνη
οργανική ένωση η οποία αποτελεί τη θεμέλια ουσία του οστίτη ιστού.
Greek Monotonic
ὀστέϊνος: -η, -ον, φτιαγμένος από κόκαλο, κοκάλινος, σε Ηρόδ., Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ὀστέϊνος:
1) костяной (φυσητῆρες Her.);
2) костный (ὀδόντες Arst.): ἡ ὀστεΐνη φύσις Plat. костное вещество.