ἐγερσιμάχας: Difference between revisions
τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth
(2) |
(1ab) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐγερσιμάχας:''' ου (μᾰ) adj. m зовущий на бой ([[θοῦρος]] Anth.). | |elrutext='''ἐγερσιμάχας:''' ου (μᾰ) adj. m зовущий на бой ([[θοῦρος]] Anth.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ἐγερσῐ-μάχας, ου,<br />[[battle]]-[[stirring]], Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:25, 9 January 2019
English (LSJ)
[μᾰ], ου, ὁ,
A battle-stirring, AP7.424 (Antip. Sid.):—fem. ἐγερσῐ-χη, ib.6.122 (Nicias).
German (Pape)
[Seite 703] θοῦρος, der Kampferreger, Ant. Sid. 87 (VII, 424).
Greek (Liddell-Scott)
ἐγερσῐμάχας: -ου, ὁ, ὁ τὴν μάχην διεγείρων, Ἀνθ. Π. 7./424· θηλ. -χη 6.122.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui excite les combats.
Étymologie: ἐγείρω, μάχη.
Spanish (DGE)
(ἐγερσῐμάχας) -ου
• Prosodia: [-μᾰ-]
que anima el combate οἰωνὸς ... ἐ. del gallo de pelea AP 7.424 (Antip.Sid.), cf. Hsch.s.u. ἐγρεμάχας.
Greek Monolingual
ἐγερσιμάχας, ο (Α)
αυτός που παροτρύνει ή εμψυχώνει στη μάχη.
Greek Monotonic
ἐγερσῐμάχας: -ου, ὁ, θηλ. -μάχη, αυτός που προκαλεί μάχη, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἐγερσιμάχας: ου (μᾰ) adj. m зовущий на бой (θοῦρος Anth.).