Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μετεωροσοφιστής: Difference between revisions

From LSJ

Θέλω τύχης σταλαγμὸν ἢ φρενῶν πίθον → Melior fortunae guttula artis urceo → Ein Topfen Glück ist mehr wert als ein Fass Verstand

Menander, Monostichoi, 240
(3)
(1ba)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''μετεωροσοφιστής:''' οῦ ὁ софист-звездочет Arph.
|elrutext='''μετεωροσοφιστής:''' οῦ ὁ софист-звездочет Arph.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μετεωρο-[[σοφιστής]], οῦ, ὁ,<br />an astrological [[sophist]], Ar.
}}
}}

Revision as of 03:50, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετεωροσοφιστής Medium diacritics: μετεωροσοφιστής Low diacritics: μετεωροσοφιστής Capitals: ΜΕΤΕΩΡΟΣΟΦΙΣΤΗΣ
Transliteration A: meteōrosophistḗs Transliteration B: meteōrosophistēs Transliteration C: meteorosofistis Beta Code: metewrosofisth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A astronomical sophist, Ar.Nu.360.

German (Pape)

[Seite 160] ὁ, ein Sophist, der sich mit Beobachtung der Himmels- u. Lufterscheinungen abgiebt, Ar. Nubb. 360.

Greek (Liddell-Scott)

μετεωροσοφιστής: ὁ, ἀστρολόγος σοφιστής, σοφιστὴς περὶ τὰ μετέωρα ἀσχολούμενος, Ἀριστοφ. Νεφ. 360.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
sophiste qui se perd dans les nues.
Étymologie: μετέωρος, σοφιστής.

Greek Monolingual

μετεωροσοφιστής, ὁ (Α)
σοφιστής που ασχολείται με τα μετέωρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετέωρον + σοφιστής.

Greek Monotonic

μετεωροσοφιστής: ὁ, σοφιστής που ασχολείται με την αστρολογία, τα μετεωρολογικά φαινόμενα, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

μετεωροσοφιστής: οῦ ὁ софист-звездочет Arph.

Middle Liddell

μετεωρο-σοφιστής, οῦ, ὁ,
an astrological sophist, Ar.