εἰνοσίφυλλος: Difference between revisions

From LSJ

προσέχετε ἀπὸ τῶν ψευδοπροφητῶν οἵτινες ἔρχονται πρὸς ὑμᾶς ἐν ἐνδύμασιν προβάτων ἔσωθεν δέ εἰσίν λύκοι ἅρπαγες → beware of the false prophets, who come to you in sheep's clothing, and inwardly are ravening wolves

Source
(2)
(1b)
Line 33: Line 33:
{{elru
{{elru
|elrutext='''εἰνοσίφυλλος:''' досл. машущий (своей) листвой, т. е. лесистый ([[Πήλιον]] Hom.).
|elrutext='''εἰνοσίφυλλος:''' досл. машущий (своей) листвой, т. е. лесистый ([[Πήλιον]] Hom.).
}}
{{etym
|etymtx=See also: s. [[ἔνοσις]].
}}
}}

Revision as of 00:54, 3 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰνοσίφυλλος Medium diacritics: εἰνοσίφυλλος Low diacritics: εινοσίφυλλος Capitals: ΕΙΝΟΣΙΦΥΛΛΟΣ
Transliteration A: einosíphyllos Transliteration B: einosiphyllos Transliteration C: einosifyllos Beta Code: ei)nosi/fullos

English (LSJ)

[ῐ], ον, (ἔνοσις)

   A with quivering foliage, of wooded mountains, Il.2.632, Od.9.22, etc.

German (Pape)

[Seite 733] blätter-, laubschüttelnd, belaubt, waldig, von Bergen, Il. 2, 632 Od. 9, 22.

Greek (Liddell-Scott)

εἰνοσίφυλλος: -ον, (ἔνοσις) ὁ μετὰ σειομένου φυλλώματος, «εἰνοσίφυλλον· σύνδενδρον, κινησίφυλλον· ἔνοσις γὰρ ἡ κίνησις· καὶ ἐκ τοῦ παρακολουθοῦντος σύνδενδρος» (Ἡσύχ.), Ἰλ. Β. 632, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui agite son feuillage.
Étymologie: ἔνοσις, φύλλον.

English (Autenrieth)

(ἔνοσις, φύλλον): leaf-shaking, with quivering foliage, epith. of wooded mountains.

Spanish (DGE)

v. ἐνοσίφυλλος.

Greek Monolingual

εἰνοσίφυλλος, -ον (Α)
(για βουνά) σύδενδρος, σκεπασμένος με δέντρα που έχουν πυκνό φύλλωμα.

Greek Monotonic

εἰνοσίφυλλος: -ον (ἔνοσις), με φυλλωσιά που τρεμουλιάζει, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

εἰνοσίφυλλος: досл. машущий (своей) листвой, т. е. лесистый (Πήλιον Hom.).

Frisk Etymological English

See also: s. ἔνοσις.