διακόνησις: Difference between revisions

From LSJ

Μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτίσαντες γήρᾳ τὸ φρονεῖν ἐδίδαξαν → The great words of the arrogant pay the penalty by suffering great blows, and teach one to reason in old age

Sophocles, Antigone, 1350-1353
(1b)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{elru
{{elru
|elrutext='''διᾱκόνησις:''' εως ἡ обслуживание ([[ἄνευ]] θεραπόντων ἑαυτῶν διακονήσεις Plat. - v. l. διαπονήσεις).
|elrutext='''διᾱκόνησις:''' εως ἡ обслуживание ([[ἄνευ]] θεραπόντων ἑαυτῶν διακονήσεις Plat. - v. l. διαπονήσεις).
}}
{{elnl
|elnltext=διακόνησις -εως, ἡ [διακονέω] het verrichten van een dienst.
}}
}}

Revision as of 06:40, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διᾱκόνησις Medium diacritics: διακόνησις Low diacritics: διακόνησις Capitals: ΔΙΑΚΟΝΗΣΙΣ
Transliteration A: diakónēsis Transliteration B: diakonēsis Transliteration C: diakonisis Beta Code: diako/nhsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A serving, doing service, Pl.Lg.633c.

German (Pape)

[Seite 583] ἡ, Dienstleistung; Plat. Legg. I, 633 c; – Sp.

Greek (Liddell-Scott)

διᾱκόνησις: -εως, ἡ, ὑπηρεσία, τὸ ὑπηρετεῖν, Πλάτ. Νόμ. 633C.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
servicio, acción de servir Pl.Lg.633c, Sch.E.Alc.98.

Greek Monolingual

διακόνησις (-εως), η (Α) διακονώ
υπηρεσία, εξυπηρέτηση.

Russian (Dvoretsky)

διᾱκόνησις: εως ἡ обслуживание (ἄνευ θεραπόντων ἑαυτῶν διακονήσεις Plat. - v. l. διαπονήσεις).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διακόνησις -εως, ἡ [διακονέω] het verrichten van een dienst.