ἐπαρωγή: Difference between revisions
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
(2) |
(1ab) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐπᾰρωγή:''' ῆς ἡ помощь, средство (νούσοιο λυγρῆς Luc.). | |elrutext='''ἐπᾰρωγή:''' ῆς ἡ помощь, средство (νούσοιο λυγρῆς Luc.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ἐπᾰρωγή, ἡ,<br />[[help]], aid, [[against]] a [[thing]], Luc. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:25, 9 January 2019
English (LSJ)
ἡ, (ἐπαρήγω)
A help, aid, A.R.1.302; ἐπαρωγὴν ποιεῖσθαί τινι Charond. ap. Stob.4.2.24. II ἐ. τινος aid against a thing, Orac. ap. Luc.Alex.28: hence, opposition, IG14.2012A5.
German (Pape)
[Seite 906] ἡ, die Hülfe, der Beistand, Ap. Rh. 1, 302; νούσοιο, gegen die Krankheit, Luc. Alex. 28.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπᾰρωγή: ἡ, (ἐπαρήγω), ἀρωγή, ἐπικουρία, βοήθεια, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 302. ΙΙ. ἐπαρωγή τινος, βοήθεια κατά τινος πράγματος, νούσοιο λυγρῆς ἐπαρωγὴν Λουκ. Ἀλέξ. 28· ἐντεῦθεν, ἐναντίωσις, ἀντίστασις, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 618. 5.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
secours : τινος remède contre qch.
Étymologie: ἐπαρήγω.
Greek Monolingual
ἐπαρωγή, η (Α)
1. βοήθεια, επικουρία
2. βοήθεια εναντίον κάποιου
3. αντίσταση, εναντίωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αρωγή «βοήθεια»].
Greek Monotonic
ἐπᾰρωγή: ἡ, βοήθεια, αρωγή, εναντίον κάποιου, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπᾰρωγή: ῆς ἡ помощь, средство (νούσοιο λυγρῆς Luc.).