δύσλοφος: Difference between revisions

From LSJ

μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.

Source
(2)
(1ab)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''δύσλοφος:''' тяжелый для шеи, т. е. невыносимый, мучительный (πόνοι Aesch.).
|elrutext='''δύσλοφος:''' тяжелый для шеи, т. е. невыносимый, мучительный (πόνοι Aesch.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=δύσ-λοφος, ον<br /><b class="num">I.</b> [[hard]] for the [[neck]], [[hard]] to [[bear]], Theogn., Aesch.<br /><b class="num">II.</b> [[impatient]] of the [[yoke]]: adv., [[impatiently]], Eur.
}}
}}

Revision as of 14:00, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δύσλοφος Medium diacritics: δύσλοφος Low diacritics: δύσλοφος Capitals: ΔΥΣΛΟΦΟΣ
Transliteration A: dýslophos Transliteration B: dyslophos Transliteration C: dyslofos Beta Code: du/slofos

English (LSJ)

ον,

   A hard for the neck, hard to bear, ζεύγλη, ζυγόν, Thgn.848, 1024; χείρ B.12.46; δ. φρενί prob. l. in S.Ichn.4; δυσλοφωτέρους πόνους A.Pr.931.    II impatient of the yoke, ἡμίονοι Ael.NA16.9. Adv. -φως, φέρειν E.Tr.303.

German (Pape)

[Seite 683] 1) schwer für den Nacken, nackenbeschwerend, ζεύγλη, Theogn. 846; πόνοι, Aesch. Prom. 930. – 2) den Nacken ungern unters Joch beugend, widerspänstig, αὐχήν, Theogn. 1019; ἡμίονοι, Ael. H. A. 16, 11; – δυσλόφως φέρειν κακά, Eur. Tr. 302.

Greek (Liddell-Scott)

δύσλοφος: -ον, βαρύς, δυσάρεστος, εἰς τὸν τράχηλον, δυσφόρητος, ζεύγλη, ζυγὸς Θέογν. 846, 1018, Βακχυλ. 12. 46 (13) (Blass)·δυσλοφωτέρους πόνους Αἰσχύλ. Πρ. 931. ΙΙ. ὁ μὴ ὑπομένων τὸν ζυγόν, ἡμίονοι Αἰλ. π. Ζ. 16. 9, ― Ἐπίρρ., -φως φέρειν Εὐρ. Τρῳ. 303.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 pénible pour le cou, difficile à supporter;
2 impatient du joug.
Étymologie: δυσ-, λόφος.

Spanish (DGE)

-ον
I 1de cosas o abstr., en sent. fís. duro, doloroso para el cuello ζεύγλη Thgn.848, ζυγόν Thgn.1024, χείρ de Heracles, B.13.46
en sent. moral doloroso, humillante δυσλοφώτεροι πόνοι A.Pr.931, ὄν[ειδος ἄλλο δύσ] λοφον φρενί S.Fr.314.10 (l.p.).
2 de anim. que es de cuello difícil, difícil de uncir ἡμίονοι Ael.NA 16.9.
II adv. -ως con humillación, penosamente τοὐλεύθερον ... δ. φέρει κακά E.Tr.303.

Greek Monolingual

δύσλοφος, -ον (Α)
1. βαρύς, δυσάρεστος στον τράχηλο («δύσλοφος ζυγός»)
2. αυτός που δεν υπομένει ζυγό («δύσλοφοι ἡμίονοι»).

Greek Monotonic

δύσλοφος: -ον, I. βαρύς για τον τράχηλο, δυσβάσταχτος, ανυπόφορος, σε Θέογν., Αισχύλ.
II. αυτός που δεν υπομένει το ζυγό· επίρρ., ανυπόμονα, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

δύσλοφος: тяжелый для шеи, т. е. невыносимый, мучительный (πόνοι Aesch.).

Middle Liddell

δύσ-λοφος, ον
I. hard for the neck, hard to bear, Theogn., Aesch.
II. impatient of the yoke: adv., impatiently, Eur.