ἐκκυνηγετέω: Difference between revisions
τὸν ἰητρὸν δοκέει μοι ἄριστον εἶναι πρόνοιαν ἐπιτηδεύειν → it appears to me a most excellent thing for the physician to cultivate prognosis
(2) |
(1ab) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐκκῠνηγετέω:''' преследовать словно дичь (τινα Aesch., Eur.). | |elrutext='''ἐκκῠνηγετέω:''' преследовать словно дичь (τινα Aesch., Eur.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=fut. ήσω<br />to [[pursue]] in the [[chase]], [[hunt]] [[down]], τινα Eur. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:35, 9 January 2019
English (LSJ)
A pursue in the chase, hunt down, τινά E.Ion 1422, prob. in A.Eu.231.
German (Pape)
[Seite 765] jagen, verfolgen; Eur. Ion 1422; Lyc. 1025; vgl. Aesch. Eum. 221.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκκῠνηγετέω: κυνηγῶ, καταδιώκω, τὶς ἡμᾶς ἐκκυνηγετεῖ πότμος; Εὐρ. Ἴων 1422· καὶ ἐν Αἰσχύλ. Εὐμ. 231, ὁ Erfurdt διώρθωσε κἀκκυνηγετῶ ἀντὶ κἀκκυνηγέτης, ἐνῷ ὁ Well. προτείνει κακκυνηγέτις (δηλ. κατακ-).
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
poursuivre avec une meute.
Étymologie: ἐκ, κυνηγετέω.
Spanish (DGE)
(ἐκκῠνηγετέω)
dar caza, perseguir ἡ θεὸς αὐτὸν ἐκκυνηγετοῦσα Dam.Isid.302
•fig. τίς ἡμᾶς ἐκκυνηγετεῖ πότμος; E.Io 1422, τὴν νυμφαγωγὸν ἐκκυνηγετῶν τρόπιν Lyc.1025.
Greek Monotonic
ἐκκῠνηγετέω: μέλ. -ήσω, συνεχίζω, εμμένω στην καταδίωξη, καταδιώκω, παίρνω από πίσω, κυνηγώ, τινα, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἐκκῠνηγετέω: преследовать словно дичь (τινα Aesch., Eur.).