τριχάλεπτος: Difference between revisions

From LSJ
Sophocles, Antigone, 781
(4b)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{elru
{{elru
|elrutext='''τρῐχάλεπτος:''' (ᾰ) трижды, т. е. чрезвычайно злобный ([[δαίμων]] Anth.).
|elrutext='''τρῐχάλεπτος:''' (ᾰ) трижды, т. е. чрезвычайно злобный ([[δαίμων]] Anth.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τρῐ-χάλεπτος, ον, [χᾰλέπτω]<br />[[very]] [[angry]], Anth.
}}
}}

Revision as of 13:05, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐχάλεπτος Medium diacritics: τριχάλεπτος Low diacritics: τριχάλεπτος Capitals: ΤΡΙΧΑΛΕΠΤΟΣ
Transliteration A: tricháleptos Transliteration B: trichaleptos Transliteration C: trichaleptos Beta Code: trixa/leptos

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A thrice-jealous, Νέμεσις (with pun on θρίξ, λεπτός) AP12.229 (Strat.).

Greek (Liddell-Scott)

τρῐχάλεπτος: -ον, λίαν χαλεπός, λίαν ὀργίλος, τριχάλεπτος δαίμων Ἀνθ. Παλατ. 12. 229.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
très irascible.
Étymologie: τρίς, χαλέπτω.

Greek Monolingual

-ον, Α
οργίλοςτριχάλεπτος δαίμων», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + χαλεπός, με λογοπαίγνιο προς το θρίξ, τριχός + λεπτός.

Greek Monotonic

τρῐχάλεπτος: -ον (χᾰλέπτω), πολύ οργισμένος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

τρῐχάλεπτος: (ᾰ) трижды, т. е. чрезвычайно злобный (δαίμων Anth.).

Middle Liddell

τρῐ-χάλεπτος, ον, [χᾰλέπτω]
very angry, Anth.