ὑποκάρδιος: Difference between revisions

From LSJ

οὔπω Ζεὺς αὐχένα λοξὸν ἔχειZeus has not yet turned his neck aside

Source
(4b)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ὑποκάρδιος:''' таящийся в сердце ([[ἕλκος]] Theocr.).
|elrutext='''ὑποκάρδιος:''' таящийся в сердце ([[ἕλκος]] Theocr.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὑπο-κάρδιος, ον, [[καρδία]]<br />in the [[heart]], Theocr.
}}
}}

Revision as of 02:15, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποκάρδιος Medium diacritics: ὑποκάρδιος Low diacritics: υποκάρδιος Capitals: ΥΠΟΚΑΡΔΙΟΣ
Transliteration A: hypokárdios Transliteration B: hypokardios Transliteration C: ypokardios Beta Code: u(poka/rdios

English (LSJ)

ον,

   A in the heart, ἕλκος, ὀργά, Theoc.11.15, 20.17.

German (Pape)

[Seite 1219] unter dem Herzen, am, im Herzen, ἕλκος, ὀργή, Theocr. 11, 15. 20, 17.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποκάρδιος: -ον, ὁ ἐν τῇ καρδίᾳ, ἕλκος, ὀργὴ Θεόκρ. 11. 15., 20. 17.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui est au fond du cœur.
Étymologie: ὑπό, καρδία.

Greek Monolingual

-α, -ο / ὑποκάρδιος, -ον, ΝΑ
αυτός που βρίσκεται μέσα στην καρδιά, ενδόμυχος (α. «ὑποκάρδιος πόθος» β. «φέρω δ' ὑποκάρδιον ὀργάν», Θεοκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -κάρδιος (< καρδία), πρβλ. ἐγ-κάρδιος, κατα-κάρδιος].

Greek Monotonic

ὑποκάρδιος: -ον (καρδία), αυτός που βρίσκεται στην καρδιά, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

ὑποκάρδιος: таящийся в сердце (ἕλκος Theocr.).

Middle Liddell

ὑπο-κάρδιος, ον, καρδία
in the heart, Theocr.