Ὀζόλαι: Difference between revisions

From LSJ

νῦν εὐπλόηκα, ὅτε νεναυάγηκα → I made a prosperous voyage when I suffered shipwreck

Source
(3b)
(1ba)
Line 24: Line 24:
{{elru
{{elru
|elrutext='''Ὀζόλαι:''' ῶν οἱ озолы, т. е. Λοκροὶ [[Ὀζόλαι]] или οἱ Ἑσπέριοι (племя, обитавшее между Этолией, Доридой, Фокидой и Коринфским заливом) Her., Thuc.
|elrutext='''Ὀζόλαι:''' ῶν οἱ озолы, т. е. Λοκροὶ [[Ὀζόλαι]] или οἱ Ἑσπέριοι (племя, обитавшее между Этолией, Доридой, Фокидой и Коринфским заливом) Her., Thuc.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />the [[Ozolae]], a [[tribe]] of the Locrians, [[perhaps]] from the [[strong]]-[[smelling]] [[sulphur]]-springs in [[their]] [[country]], Strab.
}}
}}

Revision as of 04:25, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ὀζόλαι Medium diacritics: Ὀζόλαι Low diacritics: Οζόλαι Capitals: ΟΖΟΛΑΙ
Transliteration A: Ozólai Transliteration B: Ozolai Transliteration C: Ozolai Beta Code: *)ozo/lai

English (LSJ)

οἱ,

   A the Ozolae, a tribe of the Locrians, Hdt.8.32 ; perh. from the strong-smelling sulphur-springs in their country, Str.9.4.8, cf. Antig.Mir.117(129); or from their wearing goat-skins, Plu.2.294f.    II Ὀζολίς (sc. γῆ), ίδος, ἡ, their country, St.Byz.

Greek (Liddell-Scott)

Ὀζόλαι: οἱ, φυλή τις τῶν Λοκρῶν, ἐκαλοῦντο δὲ Ὀζόλαι ἴσως ἐκ τῶν ἰσχυρῶς ἀποζουσῶν θειούχων πηγῶν τῆς χώρας αὐτῶν, Στράβ. 427, πρβλ. Ἀντίγρ. Καρ. 129˙ ἢ ἐπειδὴ ἐφόρουν αἴγεια δέρματα καὶ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον συνέζων μετ’ αἰπόλων καὶ ἐγίνοντο δυσώδεις, Πλούτ. 2. 294F˙ ἴδε Thirlw. Hist. of Gr. 1. 16. ΙΙ. Ὀζολίς, (ἐξυπ. γῆ), ίδος, ἡ χώρα αὐτῶν Στέφ. Β.

French (Bailly abrégé)

v. Λοκροί Ὀζόλαι.

Greek Monolingual

Ὀζόλαι, oἱ (Α)
φυλή τών Λοκρών που ονομάστηκε έτσι, πιθανώς λόγω της πολύ έντονης οσμής τών θειούχων πηγών που υπήρχαν στην περιοχή τους ή επειδή ζούσαν μαζί με αιγοβοσκούς και φορούσαν κατσικήσια δέρματα τα οποία ανέδιδαν άσχημη μυρωδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄζω + επίθημα -ολ- (πρβλ. Άργος: Αργόλᾱς: Αργολίς)].

Greek Monotonic

Ὀζόλαι: οἱ, φυλή των Λοκρών, πιθ. η ονομασία τους να προέρχεται από τις θειούχες πηγές της περιοχής τους, που ανέδιδαν ισχυρή οσμή, σε Στράβ.

Russian (Dvoretsky)

Ὀζόλαι: ῶν οἱ озолы, т. е. Λοκροὶ Ὀζόλαι или οἱ Ἑσπέριοι (племя, обитавшее между Этолией, Доридой, Фокидой и Коринфским заливом) Her., Thuc.

Middle Liddell


the Ozolae, a tribe of the Locrians, perhaps from the strong-smelling sulphur-springs in their country, Strab.