κάνθων: Difference between revisions
Λυπεῖ με δοῦλος δεσπότου μεῖζον φρονῶν → Servus molestu'st supra herum sese efferens → Ein Ärgernis: ein Sklave stolzer als sein Herr
(2b) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κάνθων:''' ωνος ὁ вьючное животное, преимущ. осел Arph., Sext., Anth. | |elrutext='''κάνθων:''' ωνος ὁ вьючное животное, преимущ. осел Arph., Sext., Anth. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κάνθων -ωνος, ὁ [~ κανθήλιος] pakezel. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:48, 1 January 2019
English (LSJ)
ωνος, ὁ,
A = κανθήλιος, pack-ass, Ar.V.179, AP11.383 (Pall.), 399 (Apollinar.), Apion ap.J.Ap.2.9; of Trygaeus' beetle (with play on κάνθαρος), Ar.Pax82 (anap.).
German (Pape)
[Seite 1321] ωνος, ὁ, der Esel, Ar. Vesp. 179; komisch für κάνθαρος Pax 82 u. sp. D., wie Pallad. 30 (XI, 383). Auch S. Emp. adv. astrol. 94.
Greek (Liddell-Scott)
κάνθων: -ωνος, ὁ κανθήλιος, ὄνος φορτηγός, Ἀριστοφ. Σφ. 179, Ἀνθ. Π. 11. 383, 399 · - ἐντεῦθεν ὁ Τρυγαῖος ἐν Ἀριστοφ. Εἰρ. 82, καλεῖ τὸν κάνθαρον αὑτοῦ διὰ τοῦ ὀνόματος κάνθων, μετὰ λογοπαιγνίου ἐπὶ τῆς λέξεως κάνθαρος.
French (Bailly abrégé)
ωνος (ὁ) :
1 bête de somme, particul. âne;
2 escarbot, scarabée, insecte.
Étymologie: DELG κανθός.
Greek Monolingual
κάνθων, ὁ (Α)
1. φορτηγός όνος, γαϊδούρι που χρησιμοποιείται για μεταφορές, κανθήλιος
2. (στον Αριστοφ.) λογοπαικτικώς αντί κάνθαρος, σκαθάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κανθήλιο και κανθός.
Greek Monotonic
κάνθων: -ωνος, ὁ, = κανθήλιος, υποζύγιο, γομάρι, σε Αριστοφ., Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
κάνθων: ωνος ὁ вьючное животное, преимущ. осел Arph., Sext., Anth.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κάνθων -ωνος, ὁ [~ κανθήλιος] pakezel.