ἐμπέραμος: Difference between revisions
Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous
(2) |
(1ab) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐμπέρᾰμος:''' Anth. = [[ἐμπείραμος]]. | |elrutext='''ἐμπέρᾰμος:''' Anth. = [[ἐμπείραμος]]. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ἐμπέρᾰμος, ον <i>adj</i> = [[ἔμπειρος]],]<br />[[skilled]] in the use of a [[thing]], c. gen., Anth.; also ἐμπείρᾰμος, Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:00, 9 January 2019
English (LSJ)
ον,= ἔμπειρος,
A skilled in the use of, νηῶν Call.Jov.71; πάσης ἐ. σοφίης IG14.1957, cf.888 (Suessa), Arch.Anz.1904.8 (Milet.): abs., ἐμπέραμος φώς Androm. ap. Gal.14.37:—also ἐμπείρᾰμος, Lyc. 1196, Man.4.536, AP10.14 (Agath.), Nonn.D.39.181. Adv. ἐμπεράμως Call.Lav.Pall.25.
German (Pape)
[Seite 812] = ἐμπείραμος; τινός, Call. Iov. 71; σοφίης Ep. ad. 715. 681 (App. 310. 354). – Adv., Call. lav. Pall. 25.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπέρᾰμος: -ον, = ἔμπειρος, ἔμπειρος ἐν τῇ χρήσει, νηῶν Καλλ. εἰς Δία 71· πάσης ἐμπ. σοφίης Ἀνθ. Π. παράρτ. 310, προλ. 354· ὡσαύτως ἐμπείρᾰμος Λυκόφρ. 1196, Ἀνθ. Π. 10. 14, Μανέθων, κλ.: - Ἐπίρρ. ἐμπεράμως, Καλλ. Λουτρ. Παλλ. 25. Μετεγενεστέρα ποιητ. λέξις.
French (Bailly abrégé)
c. ἐμπείραμος.
Spanish (DGE)
(ἐμπέρᾰμος) -ον
• Alolema(s): ἐμπειρ- IPerinthos 214.1 (I/II d.C.), Lyc.1196, Man.4.536, AP 10.14 (Agath.), Nonn.D.39.181
1 experto, experimentado, buen conocedor c. gen. νεῶν Call.Iou.71, cf. AP l.c., Εἰαονίης ἐ. σοφίης IG 14.888 (Campania III d.C.), παῖδα ... γυμνασίων ἐμπείραμον Ἑρμάωνος IPerinthos l.c., πάλης Lyc.l.c., ὑσμίνης Nonn.l.c., δημοσίων τελέων ἐμπείραμον ἦθος ἔχοντες Man.l.c., abs. φώς Androm.77
•subst. οἱ ἐμπέραμοι hombres diestros en su oficio Orác. en Milet 6(2).935.9 (II/III d.C.).
2 adv. -ως de modo experto ἐτρίψατο Call.Lau.Pall.25.
Greek Monolingual
ἐμπέραμος και ἐμπείραμος, -ον (Α)
έμπειρος.
Greek Monotonic
ἐμπέρᾰμος: -ον, = ἔμπειρος, επιδέξιος, έμπειρος, ικανός στη χρήση ενός πράγματος, με γεν., σε Ανθ.· επίσης, ἐμπείρᾰμος, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐμπέρᾰμος: Anth. = ἐμπείραμος.
Middle Liddell
ἐμπέρᾰμος, ον adj = ἔμπειρος,]
skilled in the use of a thing, c. gen., Anth.; also ἐμπείρᾰμος, Anth.