ἀρτιπαγής: Difference between revisions

From LSJ

κάμινον ἔχων ἐν τῷ πνεύμονι → of a drunkard, drunkard, having a furnace in his lung

Source
(1b)
(1a)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀρτιπᾰγής:''' <b class="num">1)</b> недавно построенный ([[ναῦς]] Anth.);<br /><b class="num">2)</b> недавно воткнутый (στάλικες Theocr.);<br /><b class="num">3)</b> недавно свернувшийся, т. е. свежий ([[ἁλίτυρος]] Anth.).
|elrutext='''ἀρτιπᾰγής:''' <b class="num">1)</b> недавно построенный ([[ναῦς]] Anth.);<br /><b class="num">2)</b> недавно воткнутый (στάλικες Theocr.);<br /><b class="num">3)</b> недавно свернувшийся, т. е. свежий ([[ἁλίτυρος]] Anth.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πήγνυμι]]<br /><b class="num">I.</b> [[just]] put [[together]] or made, Theocr., Anth.<br /><b class="num">II.</b> [[freshly]] coagulated, Anth.
}}
}}

Revision as of 16:45, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρτῐπᾰγής Medium diacritics: ἀρτιπαγής Low diacritics: αρτιπαγής Capitals: ΑΡΤΙΠΑΓΗΣ
Transliteration A: artipagḗs Transliteration B: artipagēs Transliteration C: artipagis Beta Code: a)rtipagh/s

English (LSJ)

ές,

   A just put together or made, στάλικες Theoc.Ep.3; ναῦς AP9.32; σκῆνος Them.Or.4.6ca.    II freshly coagulated, ἁλὶ τυρός AP9.412 (Phld.).

German (Pape)

[Seite 362] ές, 1) eben befestigt, στάλικες Theocr. ep. 3 (IX, 338); eben zusammengefügt, neugebaut, ναῦς, Ep. ad. 434 (IX, 32). – 2) frisch geronnen, τυρός Long.; ἁλίτυρος Philod. 80 (IX, 412).

Greek (Liddell-Scott)

ἀρτιπᾰγής: -ές, ὁ ἄρτι παγείς, στερεωθείς, κατασκευασθεὶς στάλικες Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 3· ναῦς Ἀνθ. Π. 9. 32. ΙΙ. ἐπὶ τυροῦ, ὁ ἄρτι πεπηγώς, ὅστις «ἔπηξε» πρὸ ὀλίγου, Λατ. recens coactus, ἁλίτῡρος Ἀνθ. Π. 9. 412.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 nouvellement planté;
2 récemment construit;
3 nouvellement caillé, frais.
Étymologie: ἄρτι, πήγνυμι.

Spanish (DGE)

(ἀρτῐπᾰγής) -ές
1 recién armado o montado στόλικες de las estacas para montar redes de caza, Theoc.Ep.3, cf. Nonn.D.40.458, σκῆνος Them.Or.4.60a, ναῦς AP 9.32.
2 recién cuajado τυρός AP 9.412 (Phld.), Longus 4.14.1.

Greek Monolingual

ἀρτιπαγής, -ές (Α)
1. αυτός που στερεώθηκε πριν από λίγο, ο μόλις τοποθετημένος
2. (για τυρί) αυτό που μόλις έπηξε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι- + -παγής < πήγνυμι (πρβλ. απαγής, συμπαγής)].

Greek Monotonic

ἀρτιπᾰγής: -ές (πήγνυμι),
I. αυτός που τοποθετείται ή κατασκευάζεται, στερεώνεται ακριβώς, σε Θεόκρ., Ανθ.
II. αυτός που έχει υποστεί πήξιμο πριν από λίγο, φρεσκοπηγμένος, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀρτιπᾰγής: 1) недавно построенный (ναῦς Anth.);
2) недавно воткнутый (στάλικες Theocr.);
3) недавно свернувшийся, т. е. свежий (ἁλίτυρος Anth.).

Middle Liddell

πήγνυμι
I. just put together or made, Theocr., Anth.
II. freshly coagulated, Anth.