σκυτάλιον: Difference between revisions

From LSJ

δόξειε δ' ἂν τῆς κυριωτάτης καὶ μάλιστα ἀρχιτεκτονικῆς. τοιαύτη δ' ἡ πολιτικὴ φαίνεται → It would seem to belong to the most authoritative art and that which is most truly the master art. And politics appears to be of this nature.

Source
(nl)
(4)
Line 27: Line 27:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=σκυτάλιον -ου, τό, demin. van σκύταλον, stokje.
|elnltext=σκυτάλιον -ου, τό, demin. van σκύταλον, stokje.
}}
{{elru
|elrutext='''σκῠτάλιον:''' (ᾰ) τό [demin. к [[σκύταλον]] палка Arph.
}}
}}

Revision as of 03:40, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῠτᾰλιον Medium diacritics: σκυτάλιον Low diacritics: σκυτάλιον Capitals: ΣΚΥΤΑΛΙΟΝ
Transliteration A: skytálion Transliteration B: skytalion Transliteration C: skytalion Beta Code: skuta/lion

English (LSJ)

τό, Dim. of σκύτᾰλον,

   A little staff, baton, σκυτάλι' ἐφόρουν Ar.Av.1283, where the Sch. remarks on the exceptional quantity σκυτᾱλι' ἐφόρουν, quoting Fr. 422 (where it may well be short), Nicopho 2, and other examples; ἐσκῠτᾰλιοφόρουν Porson.    2 little pipe, flute, Poll.4.82, and perh. so in Thphr.HP4.4.12.    3 lever, handle for turning a windlass, etc., Hero Spir.1.43; support, Orib.49.4.41.    4 cog, tooth, on a wheel, Hero Dioptr.34 (pl.).    5 dub. sens., σφαιρίον σ. οὐκ ἔχον BCH29.546 (Delos, ii B.C.).    II = κοτυληδών 5, Dsc.4.91.

German (Pape)

[Seite 908] τό, dim. von σκύταλον; Ar. Av. 1283; Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

σκῠτάλιον: [ᾰ], τό, ὑποκορ. τοῦ σκύτᾰλον, μικρὰ ῥάβδος, ῥαβδίον, σκυτάλι’ ἐφόρουν Ἀριστοφ. Ὄρν. 1283, ἔνθα ὁ Σχολ. σημειοῖ τὴν ἐξαιρετικὴν ποσότητα σκυτᾱ΄λι’ ἐφόρουν, μνημονεύων τὸ τοῦ Νικοφ. ἐν «Ἀφρ.» (2) ὡς ἕτερον παράδειγμα· ὁ Πόρσ. ὅμως ἀμφέβαλλε καὶ προὔτεινε τὴν γραφὴν ἐσκῠτᾰλιοφόρουν παρ’ Ἀριστοφ. ἔνθα ἀνωτ.· ἴδε ὡσαύτως Μeineke εἰς Κωμ. Ἀποσπ. 2, σ. 848. 2) σωληνίσκος, αὐλός, Πολυδ. Δ΄, 82. 3) μοχλός, λαβὴ πρὸς στροφὴν τοῦ κυλίνδρου γεράνου, κλπ., Ἥρων Πνευμ. 230Α. ΙΙ. ὄνομα φυτοῦ, = κοτυληδὼν 5, Διοσκ. 4. 92.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 dim. de σκύταλον;
2 sorte de levier;
3 p. anal. cotilet ou nombril de Vénus, plante.

Greek Monolingual

τὸ, Α σκύταλον
υποκορ.
1. μικρή ράβδος
2. μικρός σωλήνας
3. μοχλός με τον οποίο κινείται βαρούλκο
4. υποστήρισμα, υπέρεισμα
5. δόντι οδοντωτού τροχού
6. είδος φυτού.

Greek Monotonic

σκῠτάλιον: [ᾰ], τό, υποκορ. του σκύτᾰλον, σε Αριστοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκυτάλιον -ου, τό, demin. van σκύταλον, stokje.

Russian (Dvoretsky)

σκῠτάλιον: (ᾰ) τό [demin. к σκύταλον палка Arph.