στιβέω: Difference between revisions

From LSJ

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185
(nl)
(4)
Line 24: Line 24:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=στιβέω [στίβος] betreden.
|elnltext=στιβέω [στίβος] betreden.
}}
{{elru
|elrutext='''στῐβέω:''' обследовать, разведывать: [[πᾶν]] ἐστίβηται - v. l. ἐστίβευται - πλευρὸν ἕσπερον Soph. вся западная сторона (лагеря) обследована.
}}
}}

Revision as of 03:48, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στῐβέω Medium diacritics: στιβέω Low diacritics: στιβέω Capitals: ΣΤΙΒΕΩ
Transliteration A: stibéō Transliteration B: stibeō Transliteration C: stiveo Beta Code: stibe/w

English (LSJ)

   A tread, traverse, once in Pass., πᾶν ἐστίβηται πλευρόν every side has been traversed, searched, S.Aj.874.

German (Pape)

[Seite 943] treten, betreten, – der Spur nachgehen, ausspüren, πᾶν ἐστίβηται πλευρὸν ἕσπερον νεῶν, Soph. Ai. 861, die ganze Stadt ist durchsucht.

Greek (Liddell-Scott)

στῐβέω: (στίβος) πατῶ, περιπατῶ, διέρχομαι, μόνον ἅπαξ ἐν τῷ παθ., πᾶν ἐστίβηται πλευρόν, πᾶσα πλευρὰ ἔχει πατηθῇ, ἐρευνηθῇ, Σοφ. Αἴ. 874· πρβλ. ἀστιβής, ἀστίβητος.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
seul. 3ᵉ sg. pf. Pass. ἐστίβηται;
c. στιβεύω.

Greek Monotonic

στῐβέω: (στίβος), πατώ, πορεύομαι, διέρχομαι — Παθ., πᾶν ἐστίβηται πλευρόν, κάθε πλευρά έχει πατηθεί, κυριευθεί, σε Σοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στιβέω [στίβος] betreden.

Russian (Dvoretsky)

στῐβέω: обследовать, разведывать: πᾶν ἐστίβηται - v. l. ἐστίβευται - πλευρὸν ἕσπερον Soph. вся западная сторона (лагеря) обследована.