πυτίνη: Difference between revisions
ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
(nl) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=πυτίνη -ης, ἡ [~ βυτίνη] mandfles (titel van komedie van Cratinus). | |elnltext=πυτίνη -ης, ἡ [~ βυτίνη] mandfles (titel van komedie van Cratinus). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πῡτίνη:''' (ῑ) ἡ оплетенная бутылка (заглавие комедии Кратина). | |||
}} | }} |
Revision as of 03:16, 1 January 2019
English (LSJ)
[ῑ], ἡ,
A flask covered with plaited osier, Poll.7.175; name of a comedy by Cratinus. II = ἀμίς, Hsch. (Cf. βυτίνη.)
German (Pape)
[Seite 826] ἡ, eine mit Weidenzweigen od. Bast umflochtene Weinflasche; so nannte Cratin. eine Comödie. – [Ueber die Quantität vergleiche Draco 45, 10. 99, 14.]
Greek (Liddell-Scott)
πῡτίνη: ἡ, πλεκτὴ λάγυνος ἢ φλασκίον κεκαλυμμένον διὰ πλέγματος ἰτέας ἢ λύγου, ὡς τὰ τῆς Χίου ἐν οἷς πωλεῖται τὸ «ἀνθόνερον», Πολυσ. Ζ΄, 174· ὄνομα κωμῳδίας τοῦ Κρατίνου. [ῑ, Δράκων 45. 10., 90. 14]. - Καθ’ Ἡσύχ.: «πυτίνη πλεκτή, λάγυνος, ἔπλεκον δὲ ταύτας ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ οἱ δεσμῶται, καὶ σπυρίδας καὶ τὰ τοιαῦτα. ἢ ἡ ἀμίς».
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
bouteille couverte d’osier, fiasque ; titre d’une comédie de Cratinos.
Étymologie: DELG βυτίνη.
Greek Monolingual
και δ. γρφ. πιτύνη, η, ΝΑ
1. είδος φιάλης ή λαγηνιού που επενδύεται με πλέγμα ιτιάς ή λυγαριάς, κν. νταμιτζάνα
2. ως κύριο όν. Πυτίνη
τίτλος κωμωδίας του Κρατίνου
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «... ἡ ἀμίς».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. βυτίνα].
Greek Monotonic
πῡτίνη: [ῑ], ἡ, φλασκί που είναι καλυμμένο ολόγυρα με πλεγμένα κλαδιά λυγαριάς.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πυτίνη -ης, ἡ [~ βυτίνη] mandfles (titel van komedie van Cratinus).
Russian (Dvoretsky)
πῡτίνη: (ῑ) ἡ оплетенная бутылка (заглавие комедии Кратина).