παντουργός: Difference between revisions
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
(nl) |
(1ba) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=παντουργός -όν [~ πανοῦργος] tot alles in staat, misdadig. | |elnltext=παντουργός -όν [~ πανοῦργος] tot alles in staat, misdadig. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=παντ-ουργός, όν = [[πανοῦργος]], Soph.] | |||
}} | }} |
Revision as of 05:00, 10 January 2019
English (LSJ)
όν,
A = πανοῦργος, φωτὶ παντουργῷ φρένας S.Aj.445, cf. Eust.524.37. II creating all, Dam.Pr.57, cf. Eust.29.31.
German (Pape)
[Seite 465] = πανοῦργος, Soph. Ai. 440 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παντουργός: -όν, = πανοῦργος, φωτὶ παντουργῷ φρένας «πάντα πράττοντι καὶ μηδὲν ὑποστελλομένῳ, πανούργῳ καὶ ἀναιδεῖ» (Σχόλ.), Σοφ. Αἴ. 445, πρβλ. Εὐστ. 524. 37. ΙΙ. ὁ τῶν πάντων κατασκευαστής, Ἐκκλ.· οὕτω παντούργητος, αὐτόθι.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
apte à tout faire :
1 industrieux, adroit, actif;
2 fourbe, méchant.
Étymologie: πᾶν, ἔργον.
Greek Monolingual
-όν, ΜΑ
1. αυτός που είναι ικανός να επιτελέσει κάθε έργο, πανούργος
2. αυτός που δημιουργεί τα πάντα
3. το αρσ. ως ουσ. ὁ παντουργός
ο δημιουργός, ο Θεός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο)- + -ουργός (< έργο)].
Greek Monotonic
παντουργός: -ον, = παν-οῦργος, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
παντουργός: Soph. = πανοῦργος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παντουργός -όν [~ πανοῦργος] tot alles in staat, misdadig.
Middle Liddell
παντ-ουργός, όν = πανοῦργος, Soph.]