πάραντα: Difference between revisions
Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile
(nl) |
(3b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=πάρ-αντα adv., zijwaarts. | |elnltext=πάρ-αντα adv., zijwaarts. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πάραντᾰ:''' adv. в сторону, в бок ([[ἄναντα]] [[κάταντα]] π. τε Hom.). | |||
}} | }} |
Revision as of 11:16, 31 December 2018
English (LSJ)
Adv.
A sideways, Il.23.116.
German (Pape)
[Seite 492] seitwärts, seitab, πολλὰ δ' ἄναντα, κάταντα, πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον Il. 23, 116. – Das adj. παράντης scheint nicht vorzukommen.
Greek (Liddell-Scott)
πάραντα: Ἐπίρρ., ἐκτὸς τῆς εὐθείας ὁδοῦ, πολλὰ δ’ἄναντα κάταντα πάραντά τε, δόχμιά τ’ ἦλθον Ἰλ. Ψ. 116, ἀλλὰ κατὰ τὰ Ἑνετικὰ Σχόλ. «πάραντα, μήτε ἀνωφερῆ μήτε κατωφερῆ, ἀλλὰ εὐθύτομα», κατὰ δὲ τὸν Ἡσύχ. «τὰ παρὰ τὰ ἀντικρύ, οἷον πλάγια, τὰ παρατετραμμένα τῆς εὐθείας ὁδοῦ».
French (Bailly abrégé)
adv.
de côté.
Étymologie: παρά, ἄντα.
English (Autenrieth)
(ἄντα): sideways, Il. 23.116†.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. προς τα πλάγια, λοξά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἄντα «απέναντι, κατά πρόσωπο» (πρβλ. κάτ-αντα)].
Greek Monotonic
πάραντα: επίρρ., πλαγίως, σε Ομήρ. Ιλ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πάρ-αντα adv., zijwaarts.