κατερέω: Difference between revisions
ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit
(nl) |
m (Text replacement - "˙" to "·") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατερέω''': Ἀττ. κατερῶ, ἐν χρήσει ὡς μέλλ. τοῦ ἀορ. [[κατεῖπον]]: πρκμ. | |lstext='''κατερέω''': Ἀττ. κατερῶ, ἐν χρήσει ὡς μέλλ. τοῦ ἀορ. [[κατεῖπον]]: πρκμ. κατείρηκα·- [[λέγω]], ὁμιλῶ [[ἐναντίον]] τινός, κατηγορῶ, τινός τινι Ξεν. Κύρ. 1. 4, 8· τινος [[πρός]] τινα Πλάτ. Πόλ. 595Β· τινος [[ἐναντίον]] τινὸς ὁ αὐτ. ἐν Θεάγ. 125Α. 2) μετ’ αἰτ., [[ψέγω]], [[μέμφομαι]], τινα ἢ τι [[πρός]] τινα Ἡρόδ. 3. 71. ΙΙ. [[λέγω]] ἢ ὁμιλῶ φανερῶς, καθαρά, Ἡρόδ. 5. 92, 7· κατερῶ [[πρός]] γ’ ὑμᾶς ἐλευθέρως τἀληθῆ Ἀριστοφ. Νεφ. 518, πρβλ. Εὐρ. Μήδ. 1106, Ἀριστοφ. Εἰρ. 189, κτλ.- Παθ., κατειρήσεται ἐς σέ, θὰ διακηρυχθῇ, Ἡρόδ. 6. 69. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 19:33, 6 January 2019
English (LSJ)
Att. κατερῶ, serving as fut. of aor. κατεῖπον: pf. κατείρηκα: —
A speak against, accuse, τινος X.Cyr.1.4.8; τινὸς πρός τινα Pl.R. 595b; τινὸς ἐναντίον τινός Id.Thg.125a. 2 c. acc., denounce, τινὰ πρός τινα Hdt.3.71: abs., κατερῶ Ἀθηναίοισι IG12.39.25. II declare, πόθεν . . Pi.Pae.6.129; tell plainly, κ. ἐν τῷ κεῖται χώρῳ ἡ παρακαταθήκη Hdt.5.92.ή; κατερῶ πρὸς ὑμᾶς ἐλευθέρως τἀληθῆ Ar.Nu.518, cf. E.Med.1106(anap.); κ. τοὔνομ' ὅ τι ποτ' ἐστί σοι Ar.Pax189:—Pass., κατειρήσεται shall be declared, Hdt.6.69.
German (Pape)
[Seite 1397] ion. = κατερῶ (s. unten).
Greek (Liddell-Scott)
κατερέω: Ἀττ. κατερῶ, ἐν χρήσει ὡς μέλλ. τοῦ ἀορ. κατεῖπον: πρκμ. κατείρηκα·- λέγω, ὁμιλῶ ἐναντίον τινός, κατηγορῶ, τινός τινι Ξεν. Κύρ. 1. 4, 8· τινος πρός τινα Πλάτ. Πόλ. 595Β· τινος ἐναντίον τινὸς ὁ αὐτ. ἐν Θεάγ. 125Α. 2) μετ’ αἰτ., ψέγω, μέμφομαι, τινα ἢ τι πρός τινα Ἡρόδ. 3. 71. ΙΙ. λέγω ἢ ὁμιλῶ φανερῶς, καθαρά, Ἡρόδ. 5. 92, 7· κατερῶ πρός γ’ ὑμᾶς ἐλευθέρως τἀληθῆ Ἀριστοφ. Νεφ. 518, πρβλ. Εὐρ. Μήδ. 1106, Ἀριστοφ. Εἰρ. 189, κτλ.- Παθ., κατειρήσεται ἐς σέ, θὰ διακηρυχθῇ, Ἡρόδ. 6. 69.
French (Bailly abrégé)
fut. ion. de κατερῶ.
English (Slater)
κατερέω
1 I shall proclaim ἀοιδᾶν ῥόθια δεκομένα κατερεῖς, πόθεν ἔλαβες ναυπρύτανιν δαίμονα (sc. Αἴγινα) (Pae. 6.129)
Greek Monotonic
κατερέω: Αττ. κατ-ερῶ, λειτουργεί ως μέλ. του αόρ. βʹ κατεῖπον, παρακ. κατάρηκα·
I. 1. μιλώ εναντίον κάποιου, κατηγορώ, τινός, σε Ξεν., Πλάτ.
2. με αιτ., ψέγω, μέμφομαι, σε Ηρόδ.
II. λέω ή μιλώ με απλότητα, εκφέρω, στον ίδ., Ευρ. κ.λπ. — Παθ., κατειρήσεται, θα δηλωθεί, θα ανακοινωθεί, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
κατερέω: ион. = κατερῶ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατερέω Ion. fut. van* κατείρω.