κορδακικός: Difference between revisions
(3) |
(1ba) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κορδᾱκικός:''' свойственный пляске [[κόρδαξ]] (ὁ [[τροχαῖος]] Arst.). | |elrutext='''κορδᾱκικός:''' свойственный пляске [[κόρδαξ]] (ὁ [[τροχαῖος]] Arst.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=κορδᾱκικός, ή, όν<br />like the [[dance]] [[κόρδαξ]]; [[hence]], [[tripping]], [[running]], ῥυθμὸς κ., of trochaic metres, Arist. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:04, 10 January 2019
English (LSJ)
ή, όν,
A like the κόρδαξ: hence, of metrical sound, tripping, running, ῥυθμὸς κ., of trochaic metres, Arist.Rh. 1408b36 (Comp.), cf. Cic.Orat.57.193.
Greek (Liddell-Scott)
κορδᾱκικός: -ή, -όν, ὅμοιος πρὸς τὴν ὄρχησιν κόρδακα· ὅθεν ἐπὶ μετρικοῦ ἤχου, τρέχων, ῥέων, ῥυθμὸς κ., ἐπὶ τροχαϊκῶν μέτρων, Ἀριστ. Ρητ. 3. 8, 4· πρβλ. Κικ. Orat. 57. 193, Κυϊντ. 9. 4. 88.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
seul. Cp.
qui concerne la danse κόρδαξ, propre à cette danse;
Cp. κορδακικώτερος.
Greek Monolingual
κορδακικός, -ή, -όν (Α) κόρδαξ
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κόρδακα
2. (για τον τροχαϊκό ρυθμό και το τροχαϊκό μέτρο) αυτός που ρέει, που τρέχει («τὸν τροχαῑον κορδακικώτερον», Αριστοτ.).
Greek Monotonic
κορδᾱκικός: -ή, -όν, όπως ο χορός κόρδαξ· απ' όπου, ανάλαφρος, πεταχτός, τρεχαλητός, ῥυθμὸς κ., λέγεται για τα τροχαϊκά μέτρα, σε Δημ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κορδακικός -ή -όν [κόρδαξ] als de kordax.
Russian (Dvoretsky)
κορδᾱκικός: свойственный пляске κόρδαξ (ὁ τροχαῖος Arst.).
Middle Liddell
κορδᾱκικός, ή, όν
like the dance κόρδαξ; hence, tripping, running, ῥυθμὸς κ., of trochaic metres, Arist.