κιβδηλεία: Difference between revisions
Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
(3) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και κιθδηλία, η (ΑΜ [[κιβδηλεία]] και -ία, Α ιων. τ. -ίη)<br /><b>1.</b> το να [[είναι]] [[κάτι]] κίβδηλο, η [[πλαστότητα]], η [[νόθευση]], η [[νοθεία]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[φαυλότητα]], [[απάτη]], [[ανειλικρίνεια]], [[δολιότητα]] («πολλήν γ' ἀφεῑλες | |mltxt=και κιθδηλία, η (ΑΜ [[κιβδηλεία]] και -ία, Α ιων. τ. -ίη)<br /><b>1.</b> το να [[είναι]] [[κάτι]] κίβδηλο, η [[πλαστότητα]], η [[νόθευση]], η [[νοθεία]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[φαυλότητα]], [[απάτη]], [[ανειλικρίνεια]], [[δολιότητα]] («πολλήν γ' ἀφεῑλες τοῦ βίου κιβδηλίαν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[νόθευση]] μεταλλικού νομίσματος ή [[παραποίηση]] χαρτονομίσματος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σκουριά]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[αγυρτεία]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[διαφθορά]], [[διαστροφή]]<br /><b>4.</b> [[μοιχεία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[κιβδηλία]] <span style="color: red;"><</span> [[κίβδηλος]]. Ο τ. [[κιβδηλεία]] <span style="color: red;"><</span> [[κιβδηλεύω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 12:35, 15 February 2019
English (LSJ)
ἡ,
A adulteration, Pl.Lg.916d, 920c.
German (Pape)
[Seite 1436] ἡ, (eigtl. Beimischung von Metallschlacken, Poll. 3, 86; gew. übertr.) Verfälschung, Betrug; neben ψεῦδος u. ἀπάτη Plat. Legg. XI, 916 d; Sp. S. κιβδηλία.
Greek (Liddell-Scott)
κιβδηλεία: ἡ, νόθευσις, Πλάτ. Νόμ. 916D, 920C.
Greek Monolingual
και κιθδηλία, η (ΑΜ κιβδηλεία και -ία, Α ιων. τ. -ίη)
1. το να είναι κάτι κίβδηλο, η πλαστότητα, η νόθευση, η νοθεία
2. μτφ. φαυλότητα, απάτη, ανειλικρίνεια, δολιότητα («πολλήν γ' ἀφεῑλες τοῦ βίου κιβδηλίαν», Αριστοφ.)
νεοελλ.
νόθευση μεταλλικού νομίσματος ή παραποίηση χαρτονομίσματος
αρχ.
1. σκουριά
2. μτφ. αγυρτεία
3. μτφ. διαφθορά, διαστροφή
4. μοιχεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κιβδηλία < κίβδηλος. Ο τ. κιβδηλεία < κιβδηλεύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κιβδηλεία -ας, ἡ [κίβδηλος] het vervalsen.
Russian (Dvoretsky)
κιβδηλεία: ἡ подделывание, подделка Plat.