κενόδοξος: Difference between revisions
ξένους ξένιζε, καὶ σὺ γὰρ ξένος γ' ἔσῃ → be hospitable to guests; you too will be a guest
(nl) |
(2b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κενόδοξος -ον [κενός, δόξα] ijdel, verwaand. | |elnltext=κενόδοξος -ον [κενός, δόξα] ijdel, verwaand. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κενόδοξος:''' тщеславный Polyb., Diod., NT. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:48, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A vain-glorious, conceited, Plb.27.7.12, Ph.1.672, Ep.Gal.5.26, Arr. Epict.3.24.43, Jul.Or.6.180d; κληρονομία Vett.Val.271.2.
German (Pape)
[Seite 1417] voll eitler Ruhmsucht; Pol. 21, 6, 12; D. Sic. 17, 107; häufiger bei Sp., bes. K. S.; auch adv. κενοδόξως.
Greek (Liddell-Scott)
κενόδοξος: ον. ματαιόδοξος, μάταιος, ἀλαζών, κενῆς, ματαίας δόξης ἐπιθυμητής, ἐραστής, Πολύβ. 27.6, 12· «κενόδοξον κλητέον τὸν ἐφ’ οἷς μὴ πράττει δοξάζεσθαι βουλόμενον» Ἰσίδ. Πηλ. 3.381, σ. 402., 5.401, σ.682.
English (Strong)
from κενός and δόξα; vainly glorifying, i.e. self-conceited: desirous of vain-glory.
English (Thayer)
κενοδοξον (κενός, δόξα), glorying without reason, conceited, vain-glorious, eager for empty glory: Polybius, Diodorus; Antoninus 5,1; (cf. Philo de trib. virt. § 2at the end); ecclesiastical writings.)
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ κενόδοξος, -ον)
αυτός που επιζητεί κενή, μάταιη δόξα, δοξομανής, ματαιόδοξος
μσν.
1. αλαζόνας, φαντασμένος, περήφανος
2. το ουδ. ως ουσ. το κενόδοξον
α) ματαιοδοξία
β) αλαζονεία
γ) τα μεγαλεία («ἠρνήθην... καὶ τὰ λαμπρὰ και τὸ κενόδοξόν του», Βέλθ.).
επίρρ...
κενοδόξως (Α κενοδόξως)
με κενοδοξία, ματαιόδοξα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο)- + -δοξος (< δόξα), πρβλ. ορθό-δοξος, ψευδό-δοξος].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κενόδοξος -ον [κενός, δόξα] ijdel, verwaand.
Russian (Dvoretsky)
κενόδοξος: тщеславный Polyb., Diod., NT.