παραποιέω: Difference between revisions
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
(3b) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''παραποιέω:''' <b class="num">1)</b> тж. med. подделывать (μέτρα καὶ [[σταθμά]] Diod.; med. σφραγῖδα Thuc.);<br /><b class="num">2)</b> искажать, передразнивать: ἐν τοῖς γελοίοις τὰ παραπεποιημένα Arst. сочиненные для смеха пародии. | |elrutext='''παραποιέω:''' <b class="num">1)</b> тж. med. подделывать (μέτρα καὶ [[σταθμά]] Diod.; med. σφραγῖδα Thuc.);<br /><b class="num">2)</b> искажать, передразнивать: ἐν τοῖς γελοίοις τὰ παραπεποιημένα Arst. сочиненные для смеха пародии. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=παρα-ποιέω anders maken; med. namaken; overdr. subst. τὰ παραπεποιημένα woordspelingen. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:40, 1 January 2019
English (LSJ)
A make falsely, π. μέτρα καὶ σταθμά make false measures and weights, D.S.1.78 ; οἱ παραποιοῦντες forgers, Just.Nov.73 Praef.; παραποιησάμενος σφραγῖδα having got a false seal made, Th.1.132 (nisi leg. παρασημηνάμενος, cf.Poll.8.27) ; π. βίον ἀνθρώπου falsify his record, Philostr.VA2.30. 2 alter slightly, τὸ ὄνομα, τὴν λέξιν, Paus.5.10. 1, Jul.Or.2.70a ; τὰ παραπεποιημένα, e. g. τὰ παρὰ γράμμα σκώμματα, Arist.Rh.1412a28. 3 adopt as one's own by altering, imitate, Ath. 12.513a : abs., make a parody, D.Chr.32.81 :—Pass., παρ' ὑπόνοιαν παραποιηθὲν ἐκ . . Sch.Ar.Pl.782 : abs., PLond.3.854.5 (ii A.D.). II introduce as an episode into a poem, κατὰ( = καθ' ἂ) παρεποίησε (prob. for κατὰ γὰρ ἐποίησε) Hdt.2.116, cf. POxy.1611.165,175 (prob. l.).
German (Pape)
[Seite 495] verändern, Arist. rhet. 3, 11; gew. = Etwas schlecht machen, verderben, verfälschen, πολλὰ τοῦ Ξάνθου παραπεποίηκεν ὁ.Στησίχορος Ath. XII, 513 a, u. a. Sp.; u. so im med., παραποιησάμενος σφραγῖδα, Thuc. 1, 132, das Siegel nachmachen, μέτρα καὶ σταθμά, verfälschen, D. Sic. 1, 78 u. Sp.; übh. nachmachen, nachbilden, Schäf. Schol. Par. Ap. Rh. 2, 158.
Greek (Liddell-Scott)
παραποιέω: νοθεύω, κιβδηλεύω, παρ. μέτρα καὶ σταθμά, ποιῶ ψευδῆ μέτρα καὶ σταθμά, Διόδ. 1. 78· οὕτω παραποιησάμενος σφραγῖδα, κιβδηλεύσας, παραχαράξας (πρβλ. παράσημος), Θουκ. 1. 132· π. βίον ἀνθρώπου, διαφθείρω, Φιλόστρ. 83. 2) ὀλίγον μεταβάλλω, τὸ ὄνομα Παυσ. 5. 10, 1, κτλ.· τὰ παραπεποιημένα = τὰ παρὰ γράμμα σκώμματα, Ἀριστ. Ρητορ. 3. 11, 6. 3) ἀντιποιοῦμαί τι μεταβάλλων αὐτὸ ὀλίγον, ἀντιγράφω, μιμοῦμαι, «πολλὰ δὲ τῶν Ξάνθου παραπεποίηκεν ὁ Στησίχορος, ὥσπερ καὶ τὴν Ὀρέστειαν καλουμένην» Ἀθήν. 513Α· ἔστι δὲ τὸ ‘βάλλ’ ἐς κόρακας’ παρ’ ὑπόνοιαν παραποιηθὲν ‘ἐκ τοῦ βάλλ’ ἐς μακαρίαν’ Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 782. ΙΙ. εἰσάγω ὡς ἐπεισόδιον εἴς τι ποίημα, κατὰ (= καθ’ ἃ) παρεποίησε (κατὰ τὸν Δινδ. ἀντὶ κατὰ γὰρ ἐποίησε), Ἡρόδ. 2. 116. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παραποιεῖν· παραπράττειν» καὶ «παραποιήσασθαι· παρασφραγῖσαι».
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
faire d’une manière malveillante ; imiter pour ridiculiser;
Moy. παραποιέομαι-οῦμαι imiter ou contrefaire pour soi.
Étymologie: παρά, ποιέω.
Greek Monotonic
παραποιέω: μέλ. -ήσω·
1. νοθεύω, διαστρεβλώνω — Μέσ., παραποιησάμενος σφραγῖδα, έχοντας φτιάξει πλαστή σφραγίδα, σε Θουκ.
2. αλλάζω ελαφρώς ή λίγο, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
παραποιέω: 1) тж. med. подделывать (μέτρα καὶ σταθμά Diod.; med. σφραγῖδα Thuc.);
2) искажать, передразнивать: ἐν τοῖς γελοίοις τὰ παραπεποιημένα Arst. сочиненные для смеха пародии.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρα-ποιέω anders maken; med. namaken; overdr. subst. τὰ παραπεποιημένα woordspelingen.