ἀλινδήθρα: Difference between revisions

From LSJ

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135
(1)
(1a)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀλινδήθρα:''' ἡ досл. площадка, на которой валяются по земле лошади: ἀ. ἐπῶν Arph. нагромождение слов, хитросплетение.
|elrutext='''ἀλινδήθρα:''' ἡ досл. площадка, на которой валяются по земле лошади: ἀ. ἐπῶν Arph. нагромождение слов, хитросплетение.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[from [[ἀλινδέω]]<br />a [[sandy]] [[place]] for horses to [[roll]] in, Lat. [[volutabrum]]: metaph., ἀλινδήθραι ἐπῶν, i. e. words big [[enough]] for [[rolling]] places, Ar.
}}
}}

Revision as of 12:20, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλινδήθρα Medium diacritics: ἀλινδήθρα Low diacritics: αλινδήθρα Capitals: ΑΛΙΝΔΗΘΡΑ
Transliteration A: alindḗthra Transliteration B: alindēthra Transliteration C: alindithra Beta Code: a)lindh/qra

English (LSJ)

ἡ,

   A place for horses to roll in, Phryn.PSp.5B.: metaph., ἀλινδῆθραι ἐπῶν, of Euripides' tragedies, Ar.Ra.904.

German (Pape)

[Seite 97] ἡ, Wälzplatz für die Pferde, B. A. 4 τόπος ἐν ᾡ καλινδοῦνται οἱ ἵπποι καὶ ἄλλοι ἐξακούμενοι τὸν κάματον; ἐπῶν, Tummelplatz, Ar. Ran. 902.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλινδήθρα: ἡ, «κυλίστρα, τόπος ἐν ᾧ οἱ ἵπποι κονίονται», Σουΐδ., Λατ. volutabrum (πρβλ. ἐξαλίνδω)· μεταφ. ἀλινδήθρα ἐπῶν, ὅ ἐ. μακραί, περίπλοκοι καὶ τρόπον τινὰ κυλινδρούμεναι λέξεις, Ἀριστοφ. Βάτρ. 904.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
emplacement pour se rouler en parl. de chevaux.
Étymologie: ἀλινδέομαι.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ

• Prosodia: [ᾰ-]
revolcadero de caballos Phryn.PS 5
fig. ἀλινδῆθραι ἐπῶν irón. de las obras de Eurípides, Ar.Ra.904.

Greek Monolingual

ἀλινδήθρα, η (Α) ἀλινδῶ
1. τόπος όπου κυλιούνται τα άλογα, αλογοκυλίστρα
2. φρ. «ἀλινδῆθραι ἐπῶν» λέγεται σκωπτικά για το λεκτικό τών τραγωδιών του Ευριπίδη
η λ. δηλώνει τις λεπτολογίες, τις περιστροφές, τις περιπλοκές.

Greek Monotonic

ἀλινδήθρα: ἡ, αμμώδης περιοχή για το κύλισμα των αλόγων, Λατ. volutabrum· μεταφ., ἀλινδῆθραι ἐπῶν, δηλ. οι μακριές περίπλοκες και κατά κάποιο τρόπο «κυλινδρόμενες» λέξεις, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀλινδήθρα: ἡ досл. площадка, на которой валяются по земле лошади: ἀ. ἐπῶν Arph. нагромождение слов, хитросплетение.

Middle Liddell

[from ἀλινδέω
a sandy place for horses to roll in, Lat. volutabrum: metaph., ἀλινδήθραι ἐπῶν, i. e. words big enough for rolling places, Ar.