ἀμφιάζω: Difference between revisions
τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind
(1) |
(1) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀμφιάζω:''' окутывать, окружать, покрывать (θανούσης ὀστέα Anth.). | |elrutext='''ἀμφιάζω:''' окутывать, окружать, покрывать (θανούσης ὀστέα Anth.). | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=Grammatical information: v.<br />Meaning: <b class="b2">clothe, put on</b> (Alcipht.).<br />Origin: GR [a formation built with Greek elements]<br />Etymology: Hellenistic innovation for <b class="b3">ἀμφιέννυμι</b> beside <b class="b3">ἀμφιέζω</b> from aor. <b class="b3">ἀμφι-έσαι</b>. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:20, 2 January 2019
English (LSJ)
Plu.CG2 (v.l.): fut.
A -άσω Alciphr.3.42: aor. ἠμφίασα AP7.368 (Eryc.), OGI200.24 (Axum), Polyaen.1.27.2 (v.l.), (μετ-) Philostr.Her.Prooem.2: pf. ἠμφίακα (συν-) Clearch.25:—Med., fut. -άσομαι (μετ-) Luc.Herm.86 codd.: aor. ἠμφιασάμην Apollod. 2.1.2, etc.: pf. ἠμφίασμαι in med. sense (μετ-) D.S.16.11 (v.l.):— ἀμφιέζω is a common v.l.: (perh. from ἀμφί, as ἀντιάζω from ἀντί):— later word for ἀμφιέννυμι, ciothe, τινά Plu.l.c.; ἱματίοις τινά Alciphr. l.c.: metaph., of the grave, ὀστέα ἠμφίασεν APl.c.; σοφίαν ἀσαφείᾳ Them.Or.20.235a:—Med., put on, ἀμφιάσασθαί τι LXXJb.40.10, Apollod. l. c.
German (Pape)
[Seite 136] umhüllen, Sp.; aor. ἠμφίασα, Eryc. 12 (VII, 368).
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφιάζω: Πλουτ. Γ. Γράκχ. 2: μέλλ. -άσω Ἀλκίφρ. 3. 42: ἀόρ. ἠμφίασα Ἀνθ. Π. 7. 368, Συλλ. Ἐπιγρ. 5128. 25, Πολύαιν.: πρκμ. ἠμφίακα (συν-) Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 256F.: - Μέσ., μέλλ. -άσομαι (μετ-) Λουκ.: ἀόρ. ἠμφιασάμην Ἀπολλόδ. 2. 1, 2, κτλ.: πρκμ. ἠμφίασμαι μετὰ μέσ. σημασ. (μετ-) Διόδ. 16. 11: - ἀμφιέζω εὕρηται κοινῶς ὡς διάφ. γραφὴ παρὰ Πλουτ., κτλ.: - πρβλ. ἀπ-, μετ-, συναμφιάζω: (ἐκ τῆς προθ. ἀμφί, ὡς τὸ ἀντιάζω ἐκ τῆς ἀντί). Λέξις μεταγεν. συγγραφ. ἀντὶ τοῦ ἀμφιέννυμι, περιβάλλω τινὰ δι’ ἱματίων, τινί τι Θεμίστ.: - Μέσ., ἀμφιάσασθαί τι Ἑβδ. (Ἰώβ. μ΄, 5), Ἀπολλόδ. ἔνθ’ ἀνωτ., κτλ. ΙΙ. ἐνδύω, τινὰ Πλούτ. ἔνθ’ ἀνωτέρω· ἱματίοις τινὰ Ἀλκίφρ. ἔνθ’ ἀνωτ.: μεταφ. ἐπὶ τάφου, ὀστέα ἠμφίασεν Ἀνθ. Π. ἔνθ’ ἀνωτ.
French (Bailly abrégé)
vêtir.
Étymologie: cf. ἀμφιέννυμι.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): ἀμφιέζω An.Ox.2.338, 339
• Morfología: [fut. ἀμφιάσω Alciphr.3.6.3; aor. ἠμφίασα AP 7.368 (Eryc.); aor. med. ἠμφιασάμην Apollod.2.1.2; fut. pas. ἀμφιασθήσ[ον] ται PMur.115.9 (II a.C.); subj. aor. pas. ἀμφιασθῇ Mac.Aeg.M.34.461A]
I 1vestir c. ac. de pers. y dat. instrum. ἀμφιάσει με ἱματίοις Alciphr.3.6
•c. ac. de pers. vestir, proporcionar vestidos ἀμφιάσαντες αὐτούς SB 6949.24 (IV a.C.), αὐτὴν ... ἀμφιάζεσθαι PIand.62.14 (VI a.C.), fig. τὸν χόρτον ... ὁ θεὸς ... ἀμφιάζει Eu.Luc.12.28
•c. ac. int. ἐσθῆτα ἀμφιάσαι Ach.Tat.5.17.10, cf. Polyaen.1.27.2
•pas. ἀμφιασθήσονται PMur.l.c., cf. 116 a 9.
2 fig. cubrir, revestir ὀστέα ... ἠμφίασεν de la tumba AP 7.368 (Eryc.), (σοφίαν) ἠμφίασεν ἀσαφείᾳ Them.Or.20.235a, ὁ δὲ Θεὸς ... ἡμᾶς ... τῇ αὐτοῦ δόξῃ ἀμφιάσειεν Chrys.M.62.374.
II v. med.
1 vestirse, ponerse c. ac. int. ἐσθῆτας ἀμφιασάμενοι I.BI 7.131, σάκκους I.AI 10.11, στολισμὸν ἱερόν I.AI 19.314, τὴν ... δοράν Apollod.2.1.2.
2 fig. revestirse ἠμφιασάμην δὲ κρῖμα ἴσα διπλοΐδι LXX Ib.29.14, δόξαν δὲ καὶ τιμὴν ἀμφίεσαι LXX Ib.40.10.
• Etimología: Refección tardía de ἀμφιέννυμι sobre los verbos en -άζω.
English (Thayer)
(ἀμφιέζω) (ἀμφιέννυμι) perfect passive ἠμφίεσμαι; (ἕννυμι); (from Homer down); to put on, to clothe: R G; cf. ἀμφιέζω); ἐν τίνι (Buttmann, 191 (166)), Matthew 11:8.
Greek Monolingual
ἀμφιάζω (Α)
(μεταγενέστερο αντί του ἀμφιέννυμι) περιβάλλω με ενδύματα κάποιον ή κάτι, ενδύω, ντύνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφὶ- + -άζω, αναλογικά με τα ρ. σε -άζω (πρβλ. λ.χ. ἀντιάζω). Πρόκειται για μεταπλασμένο στους ελληνιστικούς χρόνος τ. του ρ. ἀμφιέννυμι. Παραλλαγή του τ. έχουμε στο ρ. ἀμφιέζω.
ΠΑΡ. ἀμφίασις, ἀμφίασμα.
Greek Monotonic
ἀμφιάζω: ή ἀμφιέζω, αόρ. αʹ ἠμφίᾰσα (ἀμφί), ντύνω κάποιον, τινά, σε Πλούτ.· μεταφ. λέγεται για τάφο, ὄστεα ἠμφίασεν, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφιάζω: окутывать, окружать, покрывать (θανούσης ὀστέα Anth.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: clothe, put on (Alcipht.).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Hellenistic innovation for ἀμφιέννυμι beside ἀμφιέζω from aor. ἀμφι-έσαι.