ἀνεμώκης: Difference between revisions
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
(1) |
(1a) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀνεμώκης:''' быстрый как ветер ([[νεφέλα]] Eur.; δῖναι Arph.). | |elrutext='''ἀνεμώκης:''' быстрый как ветер ([[νεφέλα]] Eur.; δῖναι Arph.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ὠκύς]]<br />[[swift]] as the [[wind]], Eur., Ar. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:00, 9 January 2019
English (LSJ)
ες,
A swift as the wind, νεφέλα E.Ph.163 (lyr.); δῖναι Ar.Av.697; κόρα Lyr.Adesp.106.
German (Pape)
[Seite 223] ες, windschnell, νεφέλη Eur. Phoen. 1 64; δῖναι Ar. Av. 697.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεμώκης: -ες, (ὠκύς) ταχὺς ὡς ὁ ἄνεμος, νεφέλα Εὐρ. Φοίν. 163· δῖναι Ἀριστοφ. Ὄρν. 697· ἐσχηματίσθη κατὰ τὸ ποδώκης.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
rapide comme le vent.
Étymologie: ἄνεμος, ὠκύς.
Spanish (DGE)
-ες
• Prosodia: [ᾰ-]
ligero como el viento νεφέλα E.Ph.163, δῖναι Ar.Au.697, κόρα Lyr.Adesp.40.
Greek Monolingual
ἀνεμώκης, -ες (Α)
ταχύς, γρήγορος σαν τον άνεμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άνεμος + -ώκης < ώκος «ταχύς» (πρβλ. ωκύς)].
Greek Monotonic
ἀνεμώκης: -ες (ὠκύς), ταχύς, γρήγορος όπως ο άνεμος, σε Ευρ., Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνεμώκης: быстрый как ветер (νεφέλα Eur.; δῖναι Arph.).