ἀπολάπτω: Difference between revisions
From LSJ
Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801
(1) |
(1a) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀπολάπτω:''' жадно лакать, глотать Arph. | |elrutext='''ἀπολάπτω:''' жадно лакать, глотать Arph. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=<br />to lap up like a dog, [[swallow]] [[greedily]], Ar. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:50, 9 January 2019
English (LSJ)
A lap up like a dog, swallow greedily, Ar.Nu.811.
German (Pape)
[Seite 310] ablecken, abschlürfen; übertr. = ἀπολαύω, τινός Ar. Nubb. 801.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπολάπτω: μέλλ. -ψω, λάπτω, πίνω διὰ τῆς γλώσσης ὡς ὁ κύων, καταπίνω λαιμάργως, Ἀριστοφ. Νεφ. 811· πρβλ. ἀπολαύω Ι.3.
French (Bailly abrégé)
avaler en lapant, laper.
Étymologie: ἀπό, λάπτω.
Spanish (DGE)
devorar τὸν ζωμόν Antiph.44.4
•fig. ὅ τι πλεῖστον δύνασαι ref. a pers., Ar.Nu.811.
Greek Monolingual
ἀπολάπτω (Α) λάπτω
πίνω με τη γλώσσα όπως ο σκύλος, καταπίνω λαίμαργα.
Greek Monotonic
ἀπολάπτω: μέλ. -ψω, καταπίνω πλαταγίζοντας τη γλώσσα μου όπως ο σκύλος που πίνει νερό, καταπίνω λαίμαργα, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπολάπτω: жадно лакать, глотать Arph.