ἄσαντος: Difference between revisions
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
(1b) |
(1a) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἄσαντος:''' неумолимый, жесткий ([[θυμός]] Aesch.). | |elrutext='''ἄσαντος:''' неумолимый, жесткий ([[θυμός]] Aesch.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[σαίνω]]<br />not to be soothed, [[ungentle]], Aesch. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:20, 9 January 2019
English (LSJ)
ον, (σαίνω)
A not to be soothed, ungentle, θυμός A.Ch.422 (lyr.). II = οὐ σαίνων, Hsch.
German (Pape)
[Seite 368] nicht durch Schmeicheleien zu rühren, hartherzig, Aesch. Ch. 416 θυμός.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qu’on ne peut fléchir par des caresses, inflexible.
Étymologie: ἀ, σαίνω.
Spanish (DGE)
-ον
que no se ablanda, inflexible θυμός A.Ch.421, cf. Hsch.
Greek Monolingual
ἄσαντος, -ον (Α)
αυτός που δεν καταπραΰνεται, ο άκαμπτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + σαίνω «κολακεύω, θωπεύω»].
Greek Monotonic
ἄσαντος: -ον (σαίνω), αυτός που δεν έχει καταπραϋνθεί, σκληρός, άκαμπτος, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἄσαντος: неумолимый, жесткий (θυμός Aesch.).