διαγλύφω: Difference between revisions

From LSJ

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215
(1b)
(1a)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''διαγλύφω:''' (ῠ) покрывать резьбой, (скульптурно) украшать (ὀροφὴ φάτναις τισὶ διαγεγλυμμένη Diod.).
|elrutext='''διαγλύφω:''' (ῠ) покрывать резьбой, (скульптурно) украшать (ὀροφὴ φάτναις τισὶ διαγεγλυμμένη Diod.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ψω<br />to [[carve]] in intaglio, Diod.
}}
}}

Revision as of 14:15, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαγλύφω Medium diacritics: διαγλύφω Low diacritics: διαγλύφω Capitals: ΔΙΑΓΛΥΦΩ
Transliteration A: diaglýphō Transliteration B: diaglyphō Transliteration C: diaglyfo Beta Code: diaglu/fw

English (LSJ)

[ῠ],

   A scoop out, pf. Pass. διέγλυπται Androsth. ap. Ath.3.93b; carve, engrave, ἄγαλμα Ael.VH2.33; δακτυλίους ib.12.30:—Pass., διαγλυφέντες καὶ διατορευθέντες, metaph. of athletes, ib.14.7; ὀροφὴ φάτναις διαγεγλυμμένη D.S.1.66.    2 Medic., shape, trim, Gal.12.348, etc.

Greek (Liddell-Scott)

διαγλύφω: σκαλίζω ἐντελῶς, ἐγγλύφω, ἐγχαράττω, ἀντίθ. τῷ ἀναγλύφω, Ἀνδροσθ. παρ’ Ἀθην. 93C, Διοδ. 1. 66.

French (Bailly abrégé)

1 tailler en creux, graver, ciseler en creux;
2 en gén. ciseler, sculpter.
Étymologie: διά, γλύφω.

Spanish (DGE)

• Prosodia: [-ῠ-]
1 esculpir, grabar λίθους LXX Ex.28.11, ἄγαλμα Ael.VH 2.33, τοὺς δακτυλίους Ael.VH 12.30, τὸν ἄργυρον Thdt.M.86.661A, en v. pas. ὀροφὴ φάτναις διαγεγλυμμένη D.S.1.66, οἱ φοίνικες διαγεγλυμμένοι palmeras representadas o grabadas LXX Ez.41.20
de ciertas conchas tener estrías οὐ διέγλυπται δὲ ἀλλὰ λεῖον τὸ ὄστρακον ἔχει καὶ δασύ Androsth.1.
2 dar forma, moldear παραπλήσιόν τι κολλυρίῳ Gal.12.348
fig. en v. pas. διαγλυφέντες καὶ διατορευθέντες de los que están en buena forma física, Ael.VH 14.7, de las orejas διαγεγλυμμένα bien formadas Adam.2.29, Polem.Phgn.28 (p.381).
3 raspar, arañar, escarbar Ἐρινὺς ἀρχεκάκοις ὀνύχεσσι διαγλύψασα κονίην Nonn.D.44.271, cf. Hsch., δ. τοὺς ὀδόντας escarbarse, mondarse los dientes en público como signo de mala educación, Clem.Al.Paed.2.7.60.

Greek Monolingual

διαγλύφω)
κοιλαίνω, λαξεύω με τη γλυφίδα κάποια στερεά ύλη
αρχ.
εγχαράσσω, σκαλίζω εντελώς, σε τρεις διαστάσεις
2. ιατρ. διευθετώ, διαπλάσσω.

Greek Monotonic

διαγλύφω: [ῠ], μέλ. -ψω, χαράζω, σκαλίζω, σε Διόδ.

Russian (Dvoretsky)

διαγλύφω: (ῠ) покрывать резьбой, (скульптурно) украшать (ὀροφὴ φάτναις τισὶ διαγεγλυμμένη Diod.).

Middle Liddell

fut. ψω
to carve in intaglio, Diod.