δίσαβος: Difference between revisions
From LSJ
(1b) |
(1ab) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''δίσᾱβος:''' дор. = *[[δίσηβος]]. | |elrutext='''δίσᾱβος:''' дор. = *[[δίσηβος]]. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=δί˘σ-ᾱβος, ον <i>adj</i> [doric for δίσηβος]<br />[[twice]] [[young]], Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:05, 9 January 2019
English (LSJ)
[ῐ], ον, hyperdor. for δίσηβος,
A twice young, AP15.26 (Dosiad.).
German (Pape)
[Seite 642] (ἥβη), zweimal jung, Dosiad. ara 2 (XV, 26).
Greek (Liddell-Scott)
δίσᾱβος: [ῑ], -ον, Δωρ, ἀντὶ δίσηβος, ὁ δὶς ἡβῶν, δὶς νέος, Ἀνθ. Π. 15. 26.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
deux fois jeune, devenu jeune une seconde fois.
Étymologie: δίς, ἥβη.
Spanish (DGE)
(δίσᾱβος) -ον
• Prosodia: [-ῐ-]
hiperdor. dos veces joven de Jasón, Dosiad.2.
Greek Monolingual
δίσαβος, -ον (Α)
αυτός που διέρχεται την ήβη για δεύτερη φορά, ο ξανανιωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δίσαβος με υπερδωρισμό αντί δίσηβος < δισ- (βλ. δις) + ήβη].
Greek Monotonic
δίσᾱβος: [ῐ], -ον, Δωρ. αντί δίσηβος, ο δύο φορές νέος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
δίσᾱβος: дор. = *δίσηβος.