διχήρης: Difference between revisions
Κύριος εἶπεν πρὸς μέ Υἱός μου εἶ σύ, ἐγὼ σήμερον γεγέννηκά σε → the Lord said to me, My son you are; today I have begotten you
(1b) |
(1ab) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''δῐχήρης:''' разделяющий пополам ([[κύκλος]] [[πανσέληνος]] μηνὸς δ. Eur.). | |elrutext='''δῐχήρης:''' разделяющий пополам ([[κύκλος]] [[πανσέληνος]] μηνὸς δ. Eur.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=<i>adj</i> [*ἄρω]<br />[[dividing]] the [[month]] in [[twain]], c. gen., of the [[moon]], Eur. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:35, 9 January 2019
English (LSJ)
ες,
A dividing in twain, κύκλος . . μηνὸς διχήρης, of the moon, E.Ion1156.
German (Pape)
[Seite 646] μηνός, wird der Mond Eur. Ion 1171 genannt, was gew. der Zertheiler des Monats erklärt wird.
Greek (Liddell-Scott)
διχήρης: -ες, εἰς δύο διῃρημένος, διχότομος, κύκλος… μηνός διχήρης, ἐπὶ τῆς σελήνης, Εὐρ. Ἴων. 1156.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
qui marque la division (du mois) en deux parties (ép. de la lune).
Étymologie: δίχα, *ἄρω.
Spanish (DGE)
(δῐχήρης) -ες
que divide en dos partes κύκλος ... μηνὸς δ. E.Io 1156.
Greek Monolingual
διχήρης, -ες (Α)
χωρισμένος στα δύο.
Greek Monotonic
δῐχήρης: -ες (*ἄρω), αυτός που διαιρεί, αυτός που διχοτομεί το μήνα σε δύο μέρη, με γεν., λέγεται για το φεγγάρι, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
δῐχήρης: разделяющий пополам (κύκλος πανσέληνος μηνὸς δ. Eur.).
Middle Liddell
adj [*ἄρω]
dividing the month in twain, c. gen., of the moon, Eur.