δόνημα: Difference between revisions

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
(1b)
(1ab)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''δόνημα:''' ατος τό колыхание, качание (δένδρου Luc.).
|elrutext='''δόνημα:''' ατος τό колыхание, качание (δένδρου Luc.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[δόνημα]], ατος, τό, <i>n</i> [from [[δονέω]]<br />an [[agitation]], [[waving]], δένδρου Luc.
}}
}}

Revision as of 11:40, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δόνημα Medium diacritics: δόνημα Low diacritics: δόνημα Capitals: ΔΟΝΗΜΑ
Transliteration A: dónēma Transliteration B: donēma Transliteration C: donima Beta Code: do/nhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A agitation, waving, δένδρου Luc.Salt.19.

German (Pape)

[Seite 657] τό, Bewegung, Erschütterung, Lucian. Salt. 19.

Greek (Liddell-Scott)

δόνημα: τό, ταραχή, διάσεισις, κίνησις δένδρου Λουκ. Ὀρχ. 19.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
secousse, agitation.
Étymologie: δονέω.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
agitación δένδρου Luc.Salt.19, cf. Hdn.Gr.1.353, 2.935.

Greek Monolingual

το (AM δόνημα)
δόνηση, τράνταγμα.

Greek Monotonic

δόνημα: -ατος, τό, ταραχή, σείσιμο, κίνηση, δένδρου, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

δόνημα: ατος τό колыхание, качание (δένδρου Luc.).

Middle Liddell

δόνημα, ατος, τό, n [from δονέω
an agitation, waving, δένδρου Luc.